Anonymous

δρόμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δρόμος''': ὁ, ([[δραμεῖν]], δέδρομα)· ― ἀγὼν δρόμου, τρέξιμον· ἐν Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἵππων, ἵπποισι τάθη [[δρόμος]], καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, τέτατο [[δρόμος]], ἴδε ἐν λ. [[τείνω]] Ι. 2· οὐρίῳ δρόμῳ, κατ’ εὐθὺν δρόμον, Σοφ. Αἴ. 889· ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ, μετὰ πάσης ταχύτητος, Λουκ. Δημ. 10·- [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, π. χ. ἐπὶ πτήσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 205·- [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χρόνου, ἡμέρης δρ., τὸ τρέξιμον τῆς ἡμέρας, [[ἤτοι]] τὸ [[διάστημα]], [[ὅπερ]] δύναταί τις νὰ διαδράμῃ ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 8. 98· ἵππου δρ. ἡμέρας Δημ. 428, ἐν τέλ.·- ἐπὶ πραγμάτων, δρ. νεφέλης, ἡλίου Εὐρ. Φοιν. 166, Πλάτ. Ἀξ. 370Β, κτλ.·- δρόμῳ, δρομαίως, «τρεχᾶτα»·- [[συχνάκις]] μετὰ ῥημάτων κινήσεως, δρόμῳ ἄγειν Ἡρόδ. 9. 59· ἰέναι 4. 77· χρῆσθαι 6. 112· χωρεῖν Θουκ. 4. 31. ἐπὶ ἐφόδου τοῦ πεζικοῦ, ἴδε ἐν λ. θέω· δρόμῳ ξυνῆψαν Εὐρ. Φοιν. 1101· βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., δρόμοις Αἰσχύλ. Πρ. 838, Ἱκέτ. 819. 2) ἡ ἐν τῷ τρέχειν [[ἅμιλλα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 11, κ. ἀλλ.·- παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν ὅλων, Ἡρόδ. 8. 74· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον [[δραμεῖν]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 375· περὶ ψυχῆς ὁ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· ἴδε ἐν λ. θέω Ι. 2, [[τρέχω]] ΙΙ. 2·- [[καθόλου]], [[ἀγών]], [[ἅμιλλα]], πλαγᾶν [[δρόμος]], δηλ. ἀγὼν πυγμῆς, Πίνδ. Ι. 5. (4). 76. 3) τὸ [[μῆκος]] τοῦ σταδίου, [[στάδιον]], Σοφ. Ἠλ. 713 καὶ 748· ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 691, φαίνεται ὅτι κεῖται [[καθόλου]] ἐπὶ τοῦ πεντάθλου, πρβλ. [[τρέχω]]· ἐν τῷ δευτέρῳ δρ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 29, 7. ΙΙ. [[τόπος]] [[κατάλληλος]] πρὸς τρέξιμον, δρόμοι εὐρέες, τόποι, πεδία δι’ ἀγέλας βοῶν, Ὀδ. Δ. 605· ἴδε Gladstone Hom. Stud. 3. 418. 2) ἀγὼν δρόμου, Ἡρόδ. 6. 126· [[δημόσιος]] [[περίπατος]], Λατ. ambulatio, Εὐρ. Ἀνδρ. 599, Εὔπολ. Ἀστρατ. 3, Πλάτ. Θεαιτ. 144C· ὁ [[κατάστεγος]] δρ., Λατ. ambulatio tecta, [[διάδρομος]] [[ὑπόστεγος]], Πλάτ. Εὐθυδ. 273Α· δρ. ξυστὸς Ἀριστίας παρὰ Πολυδ. Θ΄, 43 δύ’ ἢ [[τρεῖς]] δρόμους περιεληλυθότε, ἀφ’ οὗ περιεπάτησαν δύο ἢ [[τρεῖς]] γύρους εἰς τὸν διάδρομον, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- παροιμ., ἔξω δρόμου ἢ ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Λατ. extra oleas vagari, πλανῶμαι ἐκτὸς τοῦ δρόμου, δηλ. ἐκτὸς τοῦ προκειμένου ζητήματος, Αἰσχύλ. Πρ. 884, Πλάτ. Κρατ. 414Β· ἐκ δρόμου πεσεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1245· οὐδὲν ἔστ’ ἔξω δρόμου, δὲν [[εἶναι]] ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, ὁ αὐτ. Χο. 514.
|lstext='''δρόμος''': ὁ, ([[δραμεῖν]], [[δέδρομα]])· ― ἀγὼν δρόμου, τρέξιμον· ἐν Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἵππων, ἵπποισι τάθη [[δρόμος]], καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, τέτατο [[δρόμος]], ἴδε ἐν λ. [[τείνω]] Ι. 2· οὐρίῳ δρόμῳ, κατ’ εὐθὺν δρόμον, Σοφ. Αἴ. 889· ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ, μετὰ πάσης ταχύτητος, Λουκ. Δημ. 10·- [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, π. χ. ἐπὶ πτήσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 205·- [[ὡσαύτως]] ἐπὶ χρόνου, ἡμέρης δρ., τὸ τρέξιμον τῆς ἡμέρας, [[ἤτοι]] τὸ [[διάστημα]], [[ὅπερ]] δύναταί τις νὰ διαδράμῃ ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 8. 98· ἵππου δρ. ἡμέρας Δημ. 428, ἐν τέλ.·- ἐπὶ πραγμάτων, δρ. νεφέλης, ἡλίου Εὐρ. Φοιν. 166, Πλάτ. Ἀξ. 370Β, κτλ.·- δρόμῳ, δρομαίως, «τρεχᾶτα»·- [[συχνάκις]] μετὰ ῥημάτων κινήσεως, δρόμῳ ἄγειν Ἡρόδ. 9. 59· ἰέναι 4. 77· χρῆσθαι 6. 112· χωρεῖν Θουκ. 4. 31. ἐπὶ ἐφόδου τοῦ πεζικοῦ, ἴδε ἐν λ. θέω· δρόμῳ ξυνῆψαν Εὐρ. Φοιν. 1101· βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· [[ὡσαύτως]] κατὰ πληθ., δρόμοις Αἰσχύλ. Πρ. 838, Ἱκέτ. 819. 2) ἡ ἐν τῷ τρέχειν [[ἅμιλλα]], Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 11, κ. ἀλλ.·- παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν ὅλων, Ἡρόδ. 8. 74· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον [[δραμεῖν]] Ἀριστοφ. Σφηξ. 375· περὶ ψυχῆς ὁ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· ἴδε ἐν λ. θέω Ι. 2, [[τρέχω]] ΙΙ. 2·- [[καθόλου]], [[ἀγών]], [[ἅμιλλα]], πλαγᾶν [[δρόμος]], δηλ. ἀγὼν πυγμῆς, Πίνδ. Ι. 5. (4). 76. 3) τὸ [[μῆκος]] τοῦ σταδίου, [[στάδιον]], Σοφ. Ἠλ. 713 καὶ 748· ἀλλ’ [[αὐτόθι]] 691, φαίνεται ὅτι κεῖται [[καθόλου]] ἐπὶ τοῦ πεντάθλου, πρβλ. [[τρέχω]]· ἐν τῷ δευτέρῳ δρ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 29, 7. ΙΙ. [[τόπος]] [[κατάλληλος]] πρὸς τρέξιμον, δρόμοι εὐρέες, τόποι, πεδία δι’ ἀγέλας βοῶν, Ὀδ. Δ. 605· ἴδε Gladstone Hom. Stud. 3. 418. 2) ἀγὼν δρόμου, Ἡρόδ. 6. 126· [[δημόσιος]] [[περίπατος]], Λατ. ambulatio, Εὐρ. Ἀνδρ. 599, Εὔπολ. Ἀστρατ. 3, Πλάτ. Θεαιτ. 144C· ὁ [[κατάστεγος]] δρ., Λατ. ambulatio tecta, [[διάδρομος]] [[ὑπόστεγος]], Πλάτ. Εὐθυδ. 273Α· δρ. ξυστὸς Ἀριστίας παρὰ Πολυδ. Θ΄, 43 δύ’ ἢ [[τρεῖς]] δρόμους περιεληλυθότε, ἀφ’ οὗ περιεπάτησαν δύο ἢ [[τρεῖς]] γύρους εἰς τὸν διάδρομον, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- παροιμ., ἔξω δρόμου ἢ ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Λατ. extra oleas vagari, πλανῶμαι ἐκτὸς τοῦ δρόμου, δηλ. ἐκτὸς τοῦ προκειμένου ζητήματος, Αἰσχύλ. Πρ. 884, Πλάτ. Κρατ. 414Β· ἐκ δρόμου πεσεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1245· οὐδὲν ἔστ’ ἔξω δρόμου, δὲν [[εἶναι]] ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, ὁ αὐτ. Χο. 514.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δρόμος]])<br /><b>1.</b> (για έμψυχα) [[τρέξιμο]], [[τρεχάλα]]<br /><b>2.</b> (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) [[κίνηση]], [[περιφορά]], [[τροχιά]]<br /><b>3.</b> η [[ταχύτητα]] με την οποία διανύεται ένα [[διάστημα]] («ο [[δρόμος]] του πλοίου μετριέται με [[δρομόμετρο]]»)<br /><b>4.</b> η [[απόσταση]] που μπορεί [[κανείς]] να διατρέξει σε μια χρονική [[μονάδα]] ([[ημέρα]], ώρα) («το [[χωριό]] από την [[πόλη]] απέχει δύο μέρες δρόμο»)<br /><b>5.</b> γυμναστικό [[αγώνισμα]] ταχύτητας και αντοχής («[[μαραθώνιος]] [[δρόμος]]»)<br /><b>6.</b> [[διαδρομή]] ή [[γύρος]] του σταδίου («το [[άλογο]] έφερε [[πέντε]] δρόμους [[νερό]]»)<br /><b>7.</b> [[άνοιγμα]] που χρησιμεύει για τη [[συγκοινωνία]] [[ανάμεσα]] σε δύο [[σημεία]] («ο [[δρόμος]] [[προς]] το [[χωριό]] [[είναι]] [[χαλασμένος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[πορεία]]<br /><b>2.</b> [[δίοδος]], [[διέξοδος]] («[[ανοίγω]] δρόμο»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ο ύστερος [[δρόμος]]» — [[κηδεία]]<br />β) «[[παίρνω]] τους δρόμους» — περιπλανιέμαι στους δρόμους<br />γ) «δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει»<br />(σε παραμύθια) περπατά [[συνέχεια]]<br />δ) «[[παίρνω]] δρόμο» — [[φεύγω]] τρέχοντας, το [[βάζω]] στα πόδια<br />ε) «πήρε δρόμο η [[γλώσσα]] του» — μιλά ασταμάτητα<br />στ) «το [[παιδί]] πήρε τον δρόμο του» — έστρωσε, τακτοποιήθηκε<br />ζ) «[[ανοίγω]] δρόμο» — [[επιχειρώ]] [[κάτι]] [[πρώτος]] και με ακολουθούν κι άλλοι<br />η) «του 'δωσα δρόμο», τον έδιωξα<br />θ) «[[κόβω]] δρόμο» — [[διανύω]] αρκετό [[διάστημα]], [[τρέχω]] [[γρήγορα]], [[συντομεύω]] την [[απόσταση]]<br />ι) «γυρίζει στους δρόμους» — αλητεύει<br />ια) «πήρε τον [[κακό]] δρόμο» — ζει ζωή διεφθαρμένη<br />ιβ) «άφησε τα [[παιδιά]] του στον δρόμο» — τά εγκατέλειψε ανυπεράσπιστα<br />ιγ) «[[τραβώ]] τον δρόμο μου» — [[προχωρώ]] [[σταθερά]] στον σκοπό μου<br />ιδ) «δρόμο!» — φύγε [[αμέσως]]<br />ιε) «[[γυναίκα]] του δρόμου» — ελευθερίων ηθών<br />ιστ) «[[παιδί]] του δρόμου» — [[αλήτης]]<br />ιζ) «[[δίνω]] δρόμο σε [[κάτι]]» — [[επιταχύνω]]<br />ιη) «[[δρόμος]] της Παναγιάς» — ο Γαλαξίας<br />ιθ) «[[δρόμος]] μετ' εμποδίων» — [[είδος]] αγωνίσματος (και μτφ.) [[επιδίωξη]] που συναντά εμπόδια<br />κ) «αν έχασες τον δρόμο σου ή ρώτα ή κάνε [[πίσω]]» — αν αποτύχεις σε [[κάτι]] ή [[ζήτα]] τη [[συμβουλή]] κάποιου ή παράτησε το<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά για λόγο) γρήγορη [[απαγγελία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δρόμῳ διαβάντες τὸν Ἀσωπόν» — βιαστικά<br /><b>3.</b> [[δημόσιος]] [[περίπατος]], [[τόπος]] όπου περιπατούν, [[στοά]]<br /><b>6.</b> (στην Αίγυπτο) λιθόστρωτη [[αυλή]] στολισμένη με Σφίγγες [[μπροστά]] από την είσοδο του ναού<br /><b>7.</b> η [[ορχήστρα]] του διονυσιακού θεάτρου στους Ταραντίνους<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔξω, ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι» — παρεκτρέπομαι, πλανιέμαι έξω από τον δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[διδράσκω]]. Η λ. [[δρόμος]] εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] και απαντά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>δρομο</i>- ([[πρβλ]]. [[δρομοκόπος]], [[δρομολόγιο]]) και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>δρομος</i> ([[πρβλ]]. [[διάδρομος]], [[ιππόδρομος]], [[περίδρομος]])].
|mltxt=ο (AM [[δρόμος]])<br /><b>1.</b> (για έμψυχα) [[τρέξιμο]], [[τρεχάλα]]<br /><b>2.</b> (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) [[κίνηση]], [[περιφορά]], [[τροχιά]]<br /><b>3.</b> η [[ταχύτητα]] με την οποία διανύεται ένα [[διάστημα]] («ο [[δρόμος]] του πλοίου μετριέται με [[δρομόμετρο]]»)<br /><b>4.</b> η [[απόσταση]] που μπορεί [[κανείς]] να διατρέξει σε μια χρονική [[μονάδα]] ([[ημέρα]], [[ώρα]]) («το [[χωριό]] από την [[πόλη]] απέχει δύο μέρες δρόμο»)<br /><b>5.</b> γυμναστικό [[αγώνισμα]] ταχύτητας και αντοχής («[[μαραθώνιος]] [[δρόμος]]»)<br /><b>6.</b> [[διαδρομή]] ή [[γύρος]] του σταδίου («το [[άλογο]] έφερε [[πέντε]] δρόμους [[νερό]]»)<br /><b>7.</b> [[άνοιγμα]] που χρησιμεύει για τη [[συγκοινωνία]] [[ανάμεσα]] σε δύο [[σημεία]] («ο [[δρόμος]] [[προς]] το [[χωριό]] [[είναι]] [[χαλασμένος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[πορεία]]<br /><b>2.</b> [[δίοδος]], [[διέξοδος]] («[[ανοίγω]] δρόμο»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ο ύστερος [[δρόμος]]» — [[κηδεία]]<br />β) «[[παίρνω]] τους δρόμους» — περιπλανιέμαι στους δρόμους<br />γ) «δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει»<br />(σε παραμύθια) περπατά [[συνέχεια]]<br />δ) «[[παίρνω]] δρόμο» — [[φεύγω]] τρέχοντας, το [[βάζω]] στα πόδια<br />ε) «πήρε δρόμο η [[γλώσσα]] του» — μιλά ασταμάτητα<br />στ) «το [[παιδί]] πήρε τον δρόμο του» — έστρωσε, τακτοποιήθηκε<br />ζ) «[[ανοίγω]] δρόμο» — [[επιχειρώ]] [[κάτι]] [[πρώτος]] και με ακολουθούν κι άλλοι<br />η) «του 'δωσα δρόμο», τον έδιωξα<br />θ) «[[κόβω]] δρόμο» — [[διανύω]] αρκετό [[διάστημα]], [[τρέχω]] [[γρήγορα]], [[συντομεύω]] την [[απόσταση]]<br />ι) «γυρίζει στους δρόμους» — αλητεύει<br />ια) «πήρε τον [[κακό]] δρόμο» — ζει ζωή διεφθαρμένη<br />ιβ) «άφησε τα [[παιδιά]] του στον δρόμο» — τά εγκατέλειψε ανυπεράσπιστα<br />ιγ) «[[τραβώ]] τον δρόμο μου» — [[προχωρώ]] [[σταθερά]] στον σκοπό μου<br />ιδ) «δρόμο!» — φύγε [[αμέσως]]<br />ιε) «[[γυναίκα]] του δρόμου» — ελευθερίων ηθών<br />ιστ) «[[παιδί]] του δρόμου» — [[αλήτης]]<br />ιζ) «[[δίνω]] δρόμο σε [[κάτι]]» — [[επιταχύνω]]<br />ιη) «[[δρόμος]] της Παναγιάς» — ο Γαλαξίας<br />ιθ) «[[δρόμος]] μετ' εμποδίων» — [[είδος]] αγωνίσματος (και μτφ.) [[επιδίωξη]] που συναντά εμπόδια<br />κ) «αν έχασες τον δρόμο σου ή ρώτα ή κάνε [[πίσω]]» — αν αποτύχεις σε [[κάτι]] ή [[ζήτα]] τη [[συμβουλή]] κάποιου ή παράτησε το<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά για λόγο) γρήγορη [[απαγγελία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «δρόμῳ διαβάντες τὸν Ἀσωπόν» — βιαστικά<br /><b>3.</b> [[δημόσιος]] [[περίπατος]], [[τόπος]] όπου περιπατούν, [[στοά]]<br /><b>6.</b> (στην Αίγυπτο) λιθόστρωτη [[αυλή]] στολισμένη με Σφίγγες [[μπροστά]] από την είσοδο του ναού<br /><b>7.</b> η [[ορχήστρα]] του διονυσιακού θεάτρου στους Ταραντίνους<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ἔξω, ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι» — παρεκτρέπομαι, πλανιέμαι έξω από τον δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για την ετυμολ. της λ. <b>βλ. λ.</b> [[διδράσκω]]. Η λ. [[δρόμος]] εμφανίζει [[μεγάλη]] παραγωγική [[δύναμη]] και απαντά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>δρομο</i>- ([[πρβλ]]. [[δρομοκόπος]], [[δρομολόγιο]]) και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>δρομος</i> ([[πρβλ]]. [[διάδρομος]], [[ιππόδρομος]], [[περίδρομος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm