Anonymous

χολέρα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1, ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χολέρα''': (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 355), ἡ γνωστὴ φθοροποιὸς [[νόσος]], καθ’ ἣν τὰ ὑγρὰ τοῦ σώματος, ([[χολή]], χολαὶ) ἐξέρχονται βιαίως ἐκ τοῦ σώματος δι’ ἐμέτου καὶ κενώσεων, Ἱππ. 134Ε, 404. 47, κ. ἀλλ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2, 5· ἐν ᾧ ξηρὰ [[χολέρα]] [[εἶναι]] ἰσχυρὰ [[ἔμφραξις]] τῆς κοιλίας, Ἱππ. 404. 55· ἴδε Foës Oec. (Τὴν ἐκ τοῦ χολὴ ἐτυμολογίαν ἔχει ὁ Κέλσος καὶ ἕτεροι· ὁ δὲ Ἀλέξ. Τραλλ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ [[χολάς]], χολάδες). ΙΙ. = [[σωλήν]], ἡ ὑδροχόη ἢ ὑδρορρόη ὀροφῆς, Ἡσύχ.· φέρεται χολέδρα, παρ’ Ἀρχιμήδ. σ. 145 Οx., Φίλων Βελοπ. σ. 98, Ὡραπόλλ. 1. 21.
|lstext='''χολέρα''': (περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 355), ἡ γνωστὴ φθοροποιὸς [[νόσος]], καθ’ ἣν τὰ ὑγρὰ τοῦ σώματος, ([[χολή]], [[χολαὶ]]) ἐξέρχονται βιαίως ἐκ τοῦ σώματος δι’ ἐμέτου καὶ κενώσεων, Ἱππ. 134Ε, 404. 47, κ. ἀλλ., Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2, 5· ἐν ᾧ ξηρὰ [[χολέρα]] [[εἶναι]] ἰσχυρὰ [[ἔμφραξις]] τῆς κοιλίας, Ἱππ. 404. 55· ἴδε Foës Oec. (Τὴν ἐκ τοῦ χολὴ ἐτυμολογίαν ἔχει ὁ Κέλσος καὶ ἕτεροι· ὁ δὲ Ἀλέξ. Τραλλ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὸ [[χολάς]], [[χολάδες]]). ΙΙ. = [[σωλήν]], ἡ ὑδροχόη ἢ ὑδρορρόη ὀροφῆς, Ἡσύχ.· φέρεται χολέδρα, παρ’ Ἀρχιμήδ. σ. 145 Οx., Φίλων Βελοπ. σ. 98, Ὡραπόλλ. 1. 21.
}}
}}
{{grml
{{grml