Anonymous

περισφύριος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perisfyrios
|Transliteration C=perisfyrios
|Beta Code=perisfu/rios
|Beta Code=perisfu/rios
|Definition=[ῠ], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[round the ankle]], δράκων <span class="title">AP</span>6.207.7 (Arch.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst. περισφύριον, τό, [[anklet]], <span class="bibl">Hdt.4.176</span>, <span class="title">AP</span>6.172, <span class="bibl">S.E. <span class="title">P.</span>3.201</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ον,<br><span class="bld">A</span> [[round the ankle]], δράκων ''AP''6.207.7 (Arch.).<br><span class="bld">II</span> Subst. περισφύριον, τό, [[anklet]], [[Herodotus|Hdt.]]4.176, ''AP''6.172, S.E. ''P.''3.201.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περισφύριος en περίσφυρος -ον &#91;[[περί]], [[σφυρόν]]] rond de enkel zittend; subst. τὸ περισφύριον enkelband.
|elnltext=περισφύριος en περίσφυρος -ον &#91;[[περί]], [[σφυρόν]]] rond de enkel zittend; subst. τὸ περισφύριον enkelband.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[περισφύριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην [[περιοχή]] τών σφυρών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισφύριο</i>(<i>ν</i>)<br />γυναικείο [[κόσμημα]] που φοριέται [[πάνω]] σε [[γυμνό]] [[πόδι]], [[γύρω]] από τα σφυρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κάλυμμα]] από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή [[δέρμα]] που περιβάλλει τα σφυρά του άνδρα και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, [[γκέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-<i>σφύριος</i>, <i>παρα</i>-<i>σφύριος</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[περισφύριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[γύρω]] από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην [[περιοχή]] τών σφυρών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περισφύριο</i>(<i>ν</i>)<br />γυναικείο [[κόσμημα]] που φοριέται [[πάνω]] σε [[γυμνό]] [[πόδι]], [[γύρω]] από τα σφυρά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κάλυμμα]] από αδιάβροχο ύφασμα, από κετσέ ή [[δέρμα]] που περιβάλλει τα σφυρά του άνδρα και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] από πεζοναύτες, στρατιώτες ή ποδηλατιστές, περικνήμιο, [[γκέτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i> (<b>πρβλ.</b> [[επισφύριος]], [[παρασφύριος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm