Anonymous

ἀδιαίρετος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=adiairetos
|Transliteration C=adiairetos
|Beta Code=a)diai/retos
|Beta Code=a)diai/retos
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[undivided]], Arist.Pol.1265b4; χώρα SIG141.10 (Corc. Nigr.), cf. BGU1119.9 (i. B.C.), etc.<br><span class="bld">2</span> [[indivisible]], like [[ἀμερής]], Arist.Ph.231b3, al.; Comp., [[less divisible]], ''Metaphysics'' 1052a21. Adv. [[ἀδιαιρέτως]] = [[undividedly]], [[indivisibly]], [[without diaeresis]] Phryn.146 (interp.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[not having divided]] joint property, ἀδελφοί Sor.2.1.
|Definition=ἀδιαίρετον,<br><span class="bld">A</span> [[undivided]], Arist.Pol.1265b4; χώρα SIG141.10 (Corc. Nigr.), cf. BGU1119.9 (i. B.C.), etc.<br><span class="bld">2</span> [[indivisible]], like [[ἀμερής]], Arist.Ph.231b3, al.; Comp., [[less divisible]], ''Metaphysics'' 1052a21. Adv. [[ἀδιαιρέτως]] = [[undividedly]], [[indivisibly]], [[without diaeresis]] Phryn.146 (interp.).<br><span class="bld">II</span> Act., [[not having divided]] joint property, ἀδελφοί Sor.2.1.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[non divisé]];<br /><b>2</b> [[indivisible]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διαιρέω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[non divisé]];<br /><b>2</b> [[indivisible]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διαιρέω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unteilbar]]</i>, z.B. [[μονάς]] Arist. <i>met</i>. 9.1; <i>[[ungeteilt]]</i>, DS. 16.82; Sp.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αδιαίρετος]], αδιαίρετη, αδιαίρετο (Α [[ἀδιαίρετος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται [[διαίρεση]], ο [[αμέριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον [[άλλο]], ο [[αχώριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αδιαίρετο</i><br />[[αδυναμία]] [[προς]] [[διαίρεση]] ή μερισμό, [[αδιαιρετότητα]]<br /><b>2.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «[[εξ αδιαιρέτου]]», λέγεται για να δηλώσει τη [[συγκυριότητα]] πολλών δικαιούχων [[πάνω]] στο ίδιο [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀ-]] στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[διαιρῶ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδιαιρεσία]], [[αδιαιρετότητα]]].
|mltxt=[[αδιαίρετος]], αδιαίρετη, αδιαίρετο (Α [[ἀδιαίρετος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν επιδέχεται [[διαίρεση]], ο [[αμέριστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν χωρίστηκε ή δεν μπορεί να αποσπαστεί από κάποιον [[άλλο]], ο [[αχώριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το αδιαίρετο</i><br />[[αδυναμία]] [[προς]] [[διαίρεση]] ή μερισμό, [[αδιαιρετότητα]]<br /><b>2.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «[[εξ αδιαιρέτου]]», λέγεται για να δηλώσει τη [[συγκυριότητα]] πολλών δικαιούχων [[πάνω]] στο ίδιο [[αντικείμενο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀ-]] στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[διαιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[διαιρῶ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδιαιρεσία]], [[αδιαιρετότητα]]].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unteilbar]]</i>, z.B. [[μονάς]] Arist. <i>met</i>. 9.1; <i>[[ungeteilt]]</i>, DS. 16.82; Sp.
}}
}}