Anonymous

παραφέρω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' "
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0506.png Seite 506]] (s. [[φέρω]]), 1) daneben, hinzubringen; ξύνθημά τινι, überbringen, Eur. Phoen. 1140; bes. Speisen [[auftragen]], vorsetzen, Ar. Equ. 1220; πολλὰ αὐτῷ παραφέρειν θήρεια καὶ τῶν ἡμέρων, Xen. Cyr. 1, 3, 6, vgl. 2, 2, 4; Ath. IX, 380 d; u. pass. aufgetischt werden, Her. 1, 133; τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται, Plat. Rep. I, 354 b; – vortragen, λαμπάδας, Eur. Hel. 727; – λόγους, Reden [[vorbringen]], vortragen, Eur. I. A. 981; ἐν πυμάτῳ δ' ἀλόγιστα παροίσομεν, Soph. O. C. 1671; als Grund [[beibringen]], anführen, Her. 9, 26; νόμον, Antiph. 3 δ 8; χαίρουσι τὴν Σιμωνίδου ξυνουσίαν παραφέροντες, Plat. Ep. VII, 311 a; πίστεις παραφέροντες τοῦ μὴ βεβαίως αὐτοὺς διηλλάχθαι, D. Hal. 7, 27; a. Sp. – 2) [[vorübertragen]], Plat. Rep. VII, 515 a, dem παραφέρειν παρὰ τὸ [[τειχίον]] entsprechend; u. pass. vorübergetragen werden, vorbeifahren, vorbeigehen, Plut. Sull. 29, τοὺς διώκοντας ἔλαθε δρόμῳ παρενεχθέντας Mar. 35, ἔτι τοῦ πρώτου παραφερομένου δεύτερον ἐπῆγεν ἡ [[τύχη]] χειμῶνα Pelop. 10, vorübergehen; Sp.; – τὴν ὄψιν τινός, das Gesicht wovon abwenden, Xen. Cyn. 5, 27; παραφέρειν τὸν ὀφθαλμόν, Luc. D. Mer. 10, 2; von Etwas ab- und wo anders hinwenden, τὸν λόγον, Plut. Pelop. 9 u. a. Sp.; wie ein Strom von der Seite wegreißen, fortführen, M. Ant. 12, 14; Plut. Timol. 28, πολλοὺς ὁ ποταμὸς πα ραφέρων ἀπώλλυε, u. übertr.; vgl. noch Luc. Tim. 44; pass., Arist. H. A. 4, 8 u. Sp., οἱ πλεῖστοι παρενεχθέντες ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν ἐν τῷ ποταμῷ θηρίων κατεβρώθησαν, D. Sic. 18, 35; – falsch vorbringen, δευρὶ τὴν χεῖρα ἀλλὰ μὴ δευρὶ παρήνεγκα, Dem. 18, 232; bes. vom rechten Wege abführen, verleiten, im pass. von dem Wahren abirren, [[ἴσως]] μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι [[τάχα]] δ' ἂν καὶ [[ἄλλοσε]] παραφερόμενοι, Plat. Phaedr. 265 b; τοιαύτῃ πάμπολυ παρηνέχθημεν, Polit. 275 a; Phil. 60 d u. Sp.; οἱ τῆς 'Αρισ τίππ ου παρενεχθέντες αἱρέσεως, Ath. XIII, 565 d. – In B. A. 65 wird τὸ [[βλέμμα]] παρενήνεκται erkl. ἐπὶ τῶν μὴ καθεστώτων τὴν διάνοιαν, von dem irren Blicke des Wahnsinnigen; so παρενεχθείς, sc. τῆς γνώμης, verrückt, Hipp. – 3) vorübergehen u. unbeachtet lassen, [[verabsäumen]], ὅτι τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας, Dem. 21, 53; τὸ ῥηθέν, Plut. Arat. 43; auch intrans. vorübergehen, παρενεγκουσῶν ἡμερῶν ὀλίγων, Thuc. 5, 20, Schol. erkl. παρελθουσῶν, vgl. 5, 26; [[εὑρήσει]] τις τοσαῦτα ἔτη καὶ ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, wenige Tage darüber oder darunter. – Daher auch = sich unterscheiden, τούτων ἡ [[γλῶσσα]] ὀλίγον παραφέρει, D. Hal. 1, 28; τὰ Τιβερίου ἔργα τοσοῦτον παρὰ τὰ τοῦ Γαΐου παρενεγκεῖν, D. Cass. 59, 5; auch παρενεγκόντος τοῦ ὀνόματος, mit verändertem Namen, Conon. 26. – 4) [[übertreffen]], Luc. Charid. 19 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0506.png Seite 506]] (s. [[φέρω]]), 1) daneben, hinzubringen; ξύνθημά τινι, überbringen, Eur. Phoen. 1140; bes. Speisen [[auftragen]], vorsetzen, Ar. Equ. 1220; πολλὰ αὐτῷ παραφέρειν θήρεια καὶ τῶν ἡμέρων, Xen. Cyr. 1, 3, 6, vgl. 2, 2, 4; Ath. IX, 380 d; u. pass. aufgetischt werden, Her. 1, 133; τοῦ ἀεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται, Plat. Rep. I, 354 b; – vortragen, λαμπάδας, Eur. Hel. 727; – λόγους, Reden [[vorbringen]], vortragen, Eur. I. A. 981; ἐν πυμάτῳ δ' ἀλόγιστα παροίσομεν, Soph. O. C. 1671; als Grund [[beibringen]], anführen, Her. 9, 26; νόμον, Antiph. 3 δ 8; χαίρουσι τὴν Σιμωνίδου ξυνουσίαν παραφέροντες, Plat. Ep. VII, 311 a; πίστεις παραφέροντες τοῦ μὴ βεβαίως αὐτοὺς διηλλάχθαι, D. Hal. 7, 27; a. Sp. – 2) [[vorübertragen]], Plat. Rep. VII, 515 a, dem παραφέρειν παρὰ τὸ [[τειχίον]] entsprechend; u. pass. vorübergetragen werden, vorbeifahren, vorbeigehen, Plut. Sull. 29, τοὺς διώκοντας ἔλαθε δρόμῳ παρενεχθέντας Mar. 35, ἔτι τοῦ πρώτου παραφερομένου δεύτερον ἐπῆγεν ἡ [[τύχη]] χειμῶνα Pelop. 10, vorübergehen; Sp.; – τὴν ὄψιν τινός, das Gesicht wovon abwenden, Xen. Cyn. 5, 27; παραφέρειν τὸν ὀφθαλμόν, Luc. D. Mer. 10, 2; von Etwas ab- und wo anders hinwenden, τὸν λόγον, Plut. Pelop. 9 u. a. Sp.; wie ein Strom von der Seite wegreißen, fortführen, M. Ant. 12, 14; Plut. Timol. 28, πολλοὺς ὁ ποταμὸς πα ραφέρων ἀπώλλυε, u. übertr.; vgl. noch Luc. Tim. 44; pass., Arist. H. A. 4, 8 u. Sp., οἱ πλεῖστοι παρενεχθέντες ἐπὶ πολὺν χρόνον ὑπὸ τῶν ἐν τῷ ποταμῷ θηρίων κατεβρώθησαν, D. Sic. 18, 35; – falsch vorbringen, δευρὶ τὴν χεῖρα ἀλλὰ μὴ δευρὶ παρήνεγκα, Dem. 18, 232; bes. vom rechten Wege abführen, verleiten, im pass. von dem Wahren abirren, [[ἴσως]] μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι [[τάχα]] δ' ἂν καὶ [[ἄλλοσε]] παραφερόμενοι, Plat. Phaedr. 265 b; τοιαύτῃ πάμπολυ παρηνέχθημεν, Polit. 275 a; Phil. 60 d u. Sp.; οἱ τῆς 'Αρισ τίππ ου παρενεχθέντες αἱρέσεως, Ath. XIII, 565 d. – In B. A. 65 wird τὸ [[βλέμμα]] παρενήνεκται erkl. ἐπὶ τῶν μὴ καθεστώτων τὴν διάνοιαν, von dem irren Blicke des Wahnsinnigen; so παρενεχθείς, ''[[sc.]]'' τῆς γνώμης, verrückt, Hipp. – 3) vorübergehen u. unbeachtet lassen, [[verabsäumen]], ὅτι τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας, Dem. 21, 53; τὸ ῥηθέν, Plut. Arat. 43; auch intrans. vorübergehen, παρενεγκουσῶν ἡμερῶν ὀλίγων, Thuc. 5, 20, Schol. erkl. παρελθουσῶν, vgl. 5, 26; [[εὑρήσει]] τις τοσαῦτα ἔτη καὶ ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, wenige Tage darüber oder darunter. – Daher auch = sich unterscheiden, τούτων ἡ [[γλῶσσα]] ὀλίγον παραφέρει, D. Hal. 1, 28; τὰ Τιβερίου ἔργα τοσοῦτον παρὰ τὰ τοῦ Γαΐου παρενεγκεῖν, D. Cass. 59, 5; auch παρενεγκόντος τοῦ ὀνόματος, mit verändertem Namen, Conon. 26. – 4) [[übertreffen]], Luc. Charid. 19 u. a. Sp.
}}
}}
{{bailly
{{bailly