Anonymous

κῦδος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' "
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kydos
|Transliteration C=kydos
|Beta Code=ku=dos
|Beta Code=ku=dos
|Definition=εος, τό, [[glory]], [[renown]], [[kudos]] especially in war, ὡς ἄν μοι τιμὴν… καὶ κ. ἄρηαι Il.16.84; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ 17.251; Ἕκτορι κ. ὄπαζεν (sc. [[Ἀπόλλων]]) 16.730; ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ 5.33; κῦδος [[ἀρέσθαι]] = to [[win]] [[glory]], 12.407, etc.; κύδεϊ γαίων 1.405, 5.906; of a person, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν [[glory]] of the [[Achaean]]s, of Odysseus, 9.673, Od.12.184; of Nestor, Il.14.42, Od.3.79.—Ep. word, also in Alc.Supp.23.13, Hdt.7.8.ά, Democr.215, Pi.P.2.89, al., A.Th.317 (lyr.), Pers.455 (not in S. or E.); in a mock-heroic line, Ar.Eq.200; never in Att. Prose.
|Definition=εος, τό, [[glory]], [[renown]], [[kudos]] especially in war, ὡς ἄν μοι τιμὴν… καὶ κ. ἄρηαι Il.16.84; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ 17.251; Ἕκτορι κ. ὄπαζεν (''[[sc.]]'' [[Ἀπόλλων]]) 16.730; ὁπποτέροισι πατὴρ Ζεὺς κῦδος ὀρέξῃ 5.33; κῦδος [[ἀρέσθαι]] = to [[win]] [[glory]], 12.407, etc.; κύδεϊ γαίων 1.405, 5.906; of a person, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν [[glory]] of the [[Achaean]]s, of Odysseus, 9.673, Od.12.184; of Nestor, Il.14.42, Od.3.79.—Ep. word, also in Alc.Supp.23.13, Hdt.7.8.ά, Democr.215, Pi.P.2.89, al., A.Th.317 (lyr.), Pers.455 (not in S. or E.); in a mock-heroic line, Ar.Eq.200; never in Att. Prose.
}}
}}
==Wiktionary Etymology==
==Wiktionary Etymology==
Line 31: Line 31:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κῡδος</b> ([[only]] in acc. [[κῦδος]]) [[prestige]], [[renown]] cf. Fränkel, D &amp; P, 88&#774;{14}. ἑτέροισι δὲ [[κῦδος]] ἀγήραον παρέδωκ (sc. [[θεός]]) (P. 2.52) ἑτέροις ἔδωκεν [[μέγα]] [[κῦδος]] (“Macht,” Schadewaldt, 330&#774;{1}) (P. 2.89) ([[πάρφασις]]) ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, [[τῶν]] δ' ἀφάντων [[κῦδος]] ἀντείνει σαθρόν (N. 8.34) εἰ γὰρ [[ἅμα]] κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον [[ἄρηται]] [[κῦδος]] (N. 9.47) esp., [[acquired]] in games, θυμὸς ὀτρύνει φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ' [[ἐλθεῖν]] εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) [[κῦδος]] ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ (O. 4.11) τὶν δὲ [[κῦδος]] ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (O. 5.7) εἰ δ' ἐγὼ Μελησία ἐξ ἀγενείων [[κῦδος]] [[ἀνέδραμον]] ὕμνῳ (O. 8.54) Ἄργει τ' ἔσχεθε [[κῦδος]] [[ἀνδρῶν]] (ἀντὶ [[τοῦ]] ἐν [[ἀνδράσι]]) (O. 9.88) στεφάνους καλλίνικον πατρίδι [[κῦδος]] (I. 1.12) ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων [[ἄρηται]] [[κῦδος]] ἁβρόν (I. 1.50) c. gen., [[κῦδος]] ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας in horseracing (P. 4.66)
|sltr=<b>κῡδος</b> ([[only]] in acc. [[κῦδος]]) [[prestige]], [[renown]] cf. Fränkel, D &amp; P, 88&#774;{14}. ἑτέροισι δὲ [[κῦδος]] ἀγήραον παρέδωκ (''[[sc.]]'' [[θεός]]) (P. 2.52) ἑτέροις ἔδωκεν [[μέγα]] [[κῦδος]] (“Macht,” Schadewaldt, 330&#774;{1}) (P. 2.89) ([[πάρφασις]]) ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, [[τῶν]] δ' ἀφάντων [[κῦδος]] ἀντείνει σαθρόν (N. 8.34) εἰ γὰρ [[ἅμα]] κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον [[ἄρηται]] [[κῦδος]] (N. 9.47) esp., [[acquired]] in games, θυμὸς ὀτρύνει φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ' [[ἐλθεῖν]] εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) [[κῦδος]] ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ (O. 4.11) τὶν δὲ [[κῦδος]] ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (O. 5.7) εἰ δ' ἐγὼ Μελησία ἐξ ἀγενείων [[κῦδος]] [[ἀνέδραμον]] ὕμνῳ (O. 8.54) Ἄργει τ' ἔσχεθε [[κῦδος]] [[ἀνδρῶν]] (ἀντὶ [[τοῦ]] ἐν [[ἀνδράσι]]) (O. 9.88) στεφάνους καλλίνικον πατρίδι [[κῦδος]] (I. 1.12) ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων [[ἄρηται]] [[κῦδος]] ἁβρόν (I. 1.50) c. gen., [[κῦδος]] ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας in horseracing (P. 4.66)
}}
}}
{{lsm
{{lsm