Anonymous

θυμηδία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2"
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />joie, satisfaction.<br />'''Étymologie:''' [[θυμηδής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />joie, satisfaction.<br />'''Étymologie:''' [[θυμηδής]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Herzerfreuung]]</i>, Eupol. bei Ath. VII.286b und Sp., wie Plut.; καὶ εὐφροσύναι Luc. <i>Abdic</i>. 5.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[θυμηδία]] και Α ιων. τ. θυμηδίη) [[θυμηδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάθεση]] για ειρωνικό [[γέλιο]], [[φαιδρότητα]] που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη [[θυμηδία]] τών ακροατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[ηδονή]], [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]] της ψυχής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυμηδίαι</i><br />ευχάριστες συναναστροφές.
|mltxt=η (ΑΜ [[θυμηδία]] και Α ιων. τ. θυμηδίη) [[θυμηδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάθεση]] για ειρωνικό [[γέλιο]], [[φαιδρότητα]] που ενέχει ειρωνία («με αυτά που είπες προκάλεσες τη [[θυμηδία]] τών ακροατών»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψυχική [[ηδονή]], [[χαρά]], [[ευχαρίστηση]] της ψυχής<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ θυμηδίαι</i><br />ευχάριστες συναναστροφές.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Herzerfreuung]]</i>, Eupol. bei Ath. VII.286b und Sp., wie Plut.; καὶ εὐφροσύναι Luc. <i>Abdic</i>. 5.
}}
}}