Anonymous

εὐφυής: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  30 November 2022
m
Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐφυής:''' -ές ([[φυή]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[καλοαναθρεμμένος]], [[ευτραφής]], καλοσχηματισμένος, όμορφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει [[καλή]] [[διάθεση]] εκ φύσεως, [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ξεν.· λέγεται για άλογα και σκύλους, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φυσικά]] προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]] ή ευπροσάρμοστος, προσαρμόσιμος, <i>εἴς</i> ή [[πρός]] τι, σε Πλάτ.· με απαρ., <i>εὐφυὴς λέγειν</i>, σε Αισχίν.· επίρρ. [[εὐφυῶς]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για θετικά [[φυσικά]] χαρίσματα, [[έξυπνος]], σε Αριστ.· επίρρ. [[εὐφυῶς]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὐφυής:''' -ές ([[φυή]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[καλοαναθρεμμένος]], [[ευτραφής]], καλοσχηματισμένος, όμορφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που έχει [[καλή]] [[διάθεση]] εκ φύσεως, [[ευφυής]], [[έξυπνος]], σε Ξεν.· λέγεται για άλογα και σκύλους, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φυσικά]] προσαρμοσμένος, [[ταιριαστός]] ή ευπροσάρμοστος, προσαρμόσιμος, <i>εἴς</i> ή [[πρός]] τι, σε Πλάτ.· με απαρ., <i>εὐφυὴς λέγειν</i>, σε Αισχίν.· επίρρ. [[εὐφυῶς]], σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για θετικά [[φυσικά]] χαρίσματα, [[έξυπνος]], σε Αριστ.· επίρρ. [[εὐφυῶς]], σε Πλάτ.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>von schönem [[Wuchs]], [[schön]] [[gewachsen]]</i>, πτελέη <i>Il</i>. 21.243, μηροί 4.167; [[δέρη]], <i>[[schlank]]</i>, Eur. <i>I.A</i>. 516; [[πρόσωπον]], <i>edel, Med</i>. 1198; χορείας εὐφ. [[βάσις]] Ar. <i>Th</i>. 968; <i>[[schön]]</i>, ὀδόντες Alexis bei Ath. XIII.568c; μαζοί Sosip. 3 (V.56), a. sp.D.; auch in [[Prosa]], ὁπλαί Xen. <i>Eq</i>. 4.3; μηροί Luc. <i>Amor</i>. 26. – Gewöhnlich übertragen <i>von [[guten]] [[Naturanlagen]]</i>, von [[Menschen]], doch auch von Hunden, Xen. <i>Mem</i>. 4.1.3; Arist. <i>H.A</i>. 9.1; vom Orte, <i>[[geeignet]]</i>, Pol. 1.30.15; Plut. <i>Sull</i>. 20; καιρὸς εὐφ. πρὸς τὴν σωτηρίαν Pol. 1.19.12; <i>[[tauglich]]</i>, καὶ [[ἱκανός]] Plat. <i>Rep</i>. II.365a; oft [[absolut]], <i>[[talentvoll]]</i>, πρός τι, Plat. <i>Rep</i>. V.455b; πρὸς τέχνας εὐφυέστατος Isocr. 4.33; πρὸς ἀρετήν Plut. <i>Sol</i>. 29; εἰς τὸ φυγεῖν τὸ [[κακόν]], εἰς αὔλησιν, Plat. <i>Prot</i>. 327c, <i>Legg</i>. V.728c; mit dem inf., ἄνδρα λέγειν μὲν εὐφυᾶ, τὰ δὲ κατὰ πόλεμον λαμπρόν Aesch. 1.181; allgem., mit dem acc. der näheren [[Bestimmung]], εὐφυεῖς τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς, Plat. <i>Rep</i>. III.409e, wie τὴν γνώμην Isocr. 9.41; bes. <i>ein [[witziger]] [[Mensch]]</i>, von den [[Alten]] [[πανοῦργος]] καὶ [[σκώπτης]] erkl., vgl. Valcken zu Ammon. und Isocr. 7.49 καὶ τοὺς εὐτραπέλους καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὓς νῦν εὐφυεῖς προσαγορεύουσιν, wie er 15.284, τοὺς βωμολοχευομένους καὶ σκώπτειν καὶ μιμεῖσθαι δυναμένους εὐφυεῖς καλοῦσι, hinzusetzt προσῆκον της προσηγορίας [[ταύτης]] τυγχάνειν τοὺς ἄριστα πρὸς ἀρετὴν πεφυκότας, [[ähnlich]] wie auch »[[geistreich]]« oft [[gemißbraucht]] wird; so Plut. <i>Dem</i>. 25, wie Theopomp. bei Ath. VI.260c οἱ εὐφυεῖς καλούμενοι καὶ οἱ τὰ γέλοια λέγοντες vrbdt.<br><b class="num">• Adv.</b> [[εὐφυῶς]], <i>[[talentvoll]], [[geistreich]]</i>, ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν Plat. <i>Rep</i>. III.401c; oft bei Sp.; [[εὐφυῶς]] ἔχειν τὰ παρόντα, <i>[[geeignet]]</i> sein, Pol. 1.11.7; [[εὐφυῶς]] κείμενοι τόποι 2.3.4.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[καλοθρεμμένος]], [[ἔξυπνος]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[φυή]] (=φυσική διάπλαση) τοῦ [[φύω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
|mantxt=(=[[καλοθρεμμένος]], [[ἔξυπνος]]). Ἀπό τό [[εὖ]] + [[φυή]] (=φυσική διάπλαση) τοῦ [[φύω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>von schönem [[Wuchs]], [[schön]] [[gewachsen]]</i>, πτελέη <i>Il</i>. 21.243, μηροί 4.167; [[δέρη]], <i>[[schlank]]</i>, Eur. <i>I.A</i>. 516; [[πρόσωπον]], <i>edel, Med</i>. 1198; χορείας εὐφ. [[βάσις]] Ar. <i>Th</i>. 968; <i>[[schön]]</i>, ὀδόντες Alexis bei Ath. XIII.568c; μαζοί Sosip. 3 (V.56), a. sp.D.; auch in [[Prosa]], ὁπλαί Xen. <i>Eq</i>. 4.3; μηροί Luc. <i>Amor</i>. 26. – Gewöhnlich übertragen <i>von [[guten]] [[Naturanlagen]]</i>, von [[Menschen]], doch auch von Hunden, Xen. <i>Mem</i>. 4.1.3; Arist. <i>H.A</i>. 9.1; vom Orte, <i>[[geeignet]]</i>, Pol. 1.30.15; Plut. <i>Sull</i>. 20; καιρὸς εὐφ. πρὸς τὴν σωτηρίαν Pol. 1.19.12; <i>[[tauglich]]</i>, καὶ [[ἱκανός]] Plat. <i>Rep</i>. II.365a; oft [[absolut]], <i>[[talentvoll]]</i>, πρός τι, Plat. <i>Rep</i>. V.455b; πρὸς τέχνας εὐφυέστατος Isocr. 4.33; πρὸς ἀρετήν Plut. <i>Sol</i>. 29; εἰς τὸ φυγεῖν τὸ [[κακόν]], εἰς αὔλησιν, Plat. <i>Prot</i>. 327c, <i>Legg</i>. V.728c; mit dem inf., ἄνδρα λέγειν μὲν εὐφυᾶ, τὰ δὲ κατὰ πόλεμον λαμπρόν Aesch. 1.181; allgem., mit dem acc. der näheren [[Bestimmung]], εὐφυεῖς τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς, Plat. <i>Rep</i>. III.409e, wie τὴν γνώμην Isocr. 9.41; bes. <i>ein [[witziger]] [[Mensch]]</i>, von den [[Alten]] [[πανοῦργος]] καὶ [[σκώπτης]] erkl., vgl. Valcken zu Ammon. und Isocr. 7.49 καὶ τοὺς εὐτραπέλους καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὓς νῦν εὐφυεῖς προσαγορεύουσιν, wie er 15.284, τοὺς βωμολοχευομένους καὶ σκώπτειν καὶ μιμεῖσθαι δυναμένους εὐφυεῖς καλοῦσι, hinzusetzt προσῆκον της προσηγορίας [[ταύτης]] τυγχάνειν τοὺς ἄριστα πρὸς ἀρετὴν πεφυκότας, [[ähnlich]] wie auch »[[geistreich]]« oft [[gemißbraucht]] wird; so Plut. <i>Dem</i>. 25, wie Theopomp. bei Ath. VI.260c οἱ εὐφυεῖς καλούμενοι καὶ οἱ τὰ γέλοια λέγοντες vrbdt.<br><b class="num">• Adv.</b> [[εὐφυῶς]], <i>[[talentvoll]], [[geistreich]]</i>, ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν Plat. <i>Rep</i>. III.401c; oft bei Sp.; [[εὐφυῶς]] ἔχειν τὰ παρόντα, <i>[[geeignet]]</i> sein, Pol. 1.11.7; [[εὐφυῶς]] κείμενοι τόποι 2.3.4.
}}
}}