Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χειμάρροος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />formé <i>ou</i> grossi par des pluies d'orage <i>ou</i> d'hiver;<br />ὁ [[χειμάρροος]], torrent.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]], [[ῥέω]].
|btext=οος, οον;<br />formé <i>ou</i> grossi par des pluies d'orage <i>ou</i> d'hiver;<br />ὁ [[χειμάρροος]], torrent.<br />'''Étymologie:''' [[χεῖμα]], [[ῥέω]].
}}
{{pape
|ptext=att. zusammengezogen [[χειμάρρους]], <i>[[winterlich]] [[flutend]], von Regengüssen und geschmolzenem [[Schnee]] angeschwellt und [[reißend]] [[schnell]] hinströmend</i>, [[Beiwort]] reißender Gießbäche, Berg- od. Waldströme; [[ποταμός]] <i>Il</i>. 13.138; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Soph. <i>Ant</i>. 708; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Eur. <i>Tr</i>. 449; διὰ χειμάρρου νάπης ἐπήδων <i>[[Bacch]]</i>. 1091; [[χαράδρα]] [[χειμάρρους]] Pol. 10.30.2; auch [[substantivisch]], ὁ χειμ., <i>Il</i>. 11.493, wie Plat. <i>Legg</i>. V.736a; Bian. 5 (IX.278); überhaupt <i>reißender [[Strom]]</i>, τοὺς ἐκ τῶν οἰκιῶν [[χειμάρρους]] Dem. 55.19.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειμάρροος:''' -ον, σε Αττ. συνηρ. -[[ρους]], -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το [[νερό]] της βροχής και το λιωμένο [[χιόνι]], ποταμὸς [[χείμαρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις</i>, σε Σοφ.· <i>φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. ([[χωρίς]] το [[ποταμός]]), [[χείμαρρος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> όπως [[χαράδρα]] II. 2., [[σωλήνας]], σε Δημ.
|lsmtext='''χειμάρροος:''' -ον, σε Αττ. συνηρ. -[[ρους]], -ουν, και χείμαρ-ρος, -ον ([[ῥέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ρέει το χειμώνα, μουσκεμένος από το [[νερό]] της βροχής και το λιωμένο [[χιόνι]], ποταμὸς [[χείμαρρος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· <i>παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις</i>, σε Σοφ.· <i>φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ. ([[χωρίς]] το [[ποταμός]]), [[χείμαρρος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> όπως [[χαράδρα]] II. 2., [[σωλήνας]], σε Δημ.
}}
{{pape
|ptext=att. zusammengezogen [[χειμάρρους]], <i>[[winterlich]] [[flutend]], von Regengüssen und geschmolzenem [[Schnee]] angeschwellt und [[reißend]] [[schnell]] hinströmend</i>, [[Beiwort]] reißender Gießbäche, Berg- od. Waldströme; [[ποταμός]] <i>Il</i>. 13.138; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Soph. <i>Ant</i>. 708; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Eur. <i>Tr</i>. 449; διὰ χειμάρρου νάπης ἐπήδων <i>[[Bacch]]</i>. 1091; [[χαράδρα]] [[χειμάρρους]] Pol. 10.30.2; auch [[substantivisch]], ὁ χειμ., <i>Il</i>. 11.493, wie Plat. <i>Legg</i>. V.736a; Bian. 5 (IX.278); überhaupt <i>reißender [[Strom]]</i>, τοὺς ἐκ τῶν οἰκιῶν [[χειμάρρους]] Dem. 55.19.
}}
}}