Anonymous

ἀκέραστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2"
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no mezclado]], [[exento de]] τόλμης Pl.<i>Plt</i>.310d.<br /><b class="num">2</b> gram., de las vocales [[que no se puede contraer]] D.H.<i>Comp</i>.22.39.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin mezcla]] ἀ. πνέων Sch.<i>Od</i>.2.421.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no mezclado]], [[exento de]] τόλμης Pl.<i>Plt</i>.310d.<br /><b class="num">2</b> gram., de las vocales [[que no se puede contraer]] D.H.<i>Comp</i>.22.39.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin mezcla]] ἀ. πνέων Sch.<i>Od</i>.2.421.
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>nicht [[gemischt]], frei</i>, τόλμης, von [[Wagnis]], Plat. <i>Polit</i>. 310d.<br><b class="num">2</b> <i>[[unvereinbar]]</i>, Dion.Hal. <i>C.V</i>. 45.<br><b class="num">3</b> Bei <i>Schol. Nic. Th</i>. 260 = [[ἀκέρατος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέραστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]], στον οποίο δεν έχει προσφερθεί [[κέρασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, [[ασυγκέραστος]]<br />«ψυχὴ [[ἀκέραστος]] τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[ασυναίρετος]]<br />«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῦ Ι καὶ τοῦ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχαίο και το νεοελλ. [[ἀκέραστος]], σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, [[αφού]] το νεοελλ. [[ακέραστος]] παράγεται από το [[κερνώ]] που ανάγεται στο αρχ. [[κεράννυμι]], το δε αρχ. [[ἀκέραστος]] από το [[κεραστός]], ρημ. επίθ. του [[κεράννυμι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέραστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]], στον οποίο δεν έχει προσφερθεί [[κέρασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με άλλον, [[ασυγκέραστος]]<br />«ψυχὴ [[ἀκέραστος]] τόλμης» (Πλατ. Πολιτ. 310 d·)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> ο [[ασυναίρετος]]<br />«ἀκέραστοι γὰρ αἱ φωναὶ τοῦ Ι καὶ τοῦ Α» (Δίον. Αλ. 5, 167, 10).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχαίο και το νεοελλ. [[ἀκέραστος]], σημασιολογικούς διάφορα, συνδέονται (έμμεσα) ετυμολογικά, [[αφού]] το νεοελλ. [[ακέραστος]] παράγεται από το [[κερνώ]] που ανάγεται στο αρχ. [[κεράννυμι]], το δε αρχ. [[ἀκέραστος]] από το [[κεραστός]], ρημ. επίθ. του [[κεράννυμι]].
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> <i>nicht [[gemischt]], frei</i>, τόλμης, von [[Wagnis]], Plat. <i>Polit</i>. 310d.<br><b class="num">2</b> <i>[[unvereinbar]]</i>, Dion.Hal. <i>C.V</i>. 45.<br><b class="num">3</b> Bei <i>Schol. Nic. Th</i>. 260 = [[ἀκέρατος]].
}}
}}