Anonymous

σπαράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{bailly\n\|btext.*}}\n)({{.*}}\n)({{ntsuppl.*}})" to "$1$3 $2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐσπάραξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσπαράχθην;<br />déchirer ; saisir (comme pour arracher) : κόμης EUR par la chevelure;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σπαράσσομαι]] s'arracher : κόμαν EUR les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
|btext=<i>ao.</i> ἐσπάραξα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσπαράχθην;<br />déchirer ; saisir (comme pour arracher) : κόμης EUR par la chevelure;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[σπαράσσομαι]] s'arracher : κόμαν EUR les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[σπάω]].
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=secouer ; convulser
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 48: Line 51:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=καί ἀττ. [[σπαράττω]] (=[[ξεσχίζω]], [[κατακομματιάζω]]). Ἀπό ρίζα σπαρ- καί εἶναι συγγενικό μέ τό (ἀ)[[σπαίρω]] (=[[σπαρταρῶ]]). Θέμα σπαράγ + j + ω → [[σπαράσσω]] ἤ -ττω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σπάραγμα]], [[σπαραγματώδης]], [[σπαραγμός]], [[σπαράκτης]], [[σπάραξις]], σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος.
|mantxt=καί ἀττ. [[σπαράττω]] (=[[ξεσχίζω]], [[κατακομματιάζω]]). Ἀπό ρίζα σπαρ- καί εἶναι συγγενικό μέ τό (ἀ)[[σπαίρω]] (=[[σπαρταρῶ]]). Θέμα σπαράγ + j + ω → [[σπαράσσω]] ἤ -ττω.<br><b>Παράγωγα:</b> [[σπάραγμα]], [[σπαραγματώδης]], [[σπαραγμός]], [[σπαράκτης]], [[σπάραξις]], σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος.
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=secouer ; convulser
}}
}}