3,276,932
edits
(1) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b> | |mltxt=και [[αβάφτιστος]], -η, -ο (AM [[ἀβάπτιστος]], -ον) [[βαπτίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει δεχτεί το [[μυστήριο]] του βαπτίσματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[άπιστος]], [[ασεβής]], [[κυρίως]] για μωαμεθανούς<br /><b>2.</b> [[άδικος]], [[σκληρός]], [[κακός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν βυθίστηκε ή δεν μπορεί να βυθιστεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει εμποτιστεί με [[υγρό]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀβάπτιστον</i><br />[[είδος]] ιατρικής τρυπάνης. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[unbaptized]]=== | |||
Finnish: kastamaton; Greek: [[αβάπτιστος]]; Ancient Greek: [[ἀβάπτιστος]]; German: [[ungetauft]], [[nicht getauft]]; Manx: neuvashtit; Romanian: nebotezat; Swedish: odöpt | |||
}} | }} |