Anonymous

δεῖρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico"
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
m (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εος, τό<br /><b class="num">1</b> [[cuello]], [[Γαιζῆται]] περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Euph.65, cf. [[δέρη]].<br /><b class="num">2</b> [[δεῖρος]]· λόφος. καὶ [[ἀνάντης]] τόπος Hsch., cf. δειράς. • DMic.: <i>de-wi-jo</i> (?).
|dgtxt=-εος, τό<br /><b class="num">1</b> [[cuello]], [[Γαιζῆται]] περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Euph.65, cf. [[δέρη]].<br /><b class="num">2</b> [[δεῖρος]]· λόφος. καὶ [[ἀνάντης]] τόπος Hsch., cf. δειράς. • Diccionario Micénico: <i>de-wi-jo</i> (?).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῖρος, το (Α)<br /><b>1.</b> [[δειρή]]<br /><b>2.</b> [[δειράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του [[δειράς]] [[είτε]] προήλθε από το σύνθ. <i>υψί</i>-<i>δειρος</i> «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].
|mltxt=δεῖρος, το (Α)<br /><b>1.</b> [[δειρή]]<br /><b>2.</b> [[δειράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του [[δειράς]] [[είτε]] προήλθε από το σύνθ. <i>υψί</i>-<i>δειρος</i> «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].
}}
}}