Anonymous

διασῴζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "tr" to "tr"
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "tr" to "tr")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. -σώζω<br /><b class="num">I</b> [[tr]].<br /><b class="num">1</b> [[salvar]]<br /><b class="num">a)</b> c. ac. de pers., anim. o colect. Ἀπόλλωνα ... διέσωσε κατακρύψασα Hdt.2.156, πόλιν E.<i>Ph</i>.783, τὰ ἔμβρυα διασώζουσιν (αἱ ἐν γαστρὶ ἔχουσαι) Hp.<i>Prorrh</i>.2.22, φίλους ἐκ ... κινδύνων διασῴζων Isoc.1.23, cf. 4.65, τῶν πολιτῶν οὓς εἶδεν ὄντας αἰχμαλώτους λυτρωσάμενος διέσῳσεν <i>IEryth</i>.28.18 (III a.C.), cf. <i>IEphesos</i> 1450.5, Σίλωνα I.<i>BI</i> 1.292, cf. Hld.5.20.9, <i>Vit.Aesop.G</i> 135;<br /><b class="num">b)</b> c. ac. de cosas y abstr. [[salvar]], [[conservar]], [[mantener a salvo]] τὰς νέας Hdt.7.49, cf. D.32.8, <i>AP</i> 9.106 (Leon.), Lib.<i>Ep</i>.847, τὸν πρῶτον λόγον Pl.<i>R</i>.395b, cf. Arist.<i>Ph</i>.189<sup>b</sup>1, τὰ παλαιά Isoc.10.63, τὸν θᾶκον ... διασῴζειν guardar el asiento</i> Ar.<i>Ra</i>.1517, τὸ χρῶμα Thphr.<i>HP</i> 2.2.6, τό τε φρούριον διέσῳσε πολέμου ὄντος <i>SEG</i> 24.1547 (Ramnunte III a.C.), cf. <i>IEphesos</i> 2001.2 (IV/III a.C.), τὴν Πτολεμαίου βασιλείαν Plb.29.27.11, τὰς προσηγορίας I.<i>AI</i> 1.121, cf. Ath.183d, τὴν ἀσφάλειαν Plu.2.431a, cf. 695b, εὔνοιαν Vett.Val.375.11, τὰ γνωρίσματα Hld.9.24.7, ψυχὰς διασώζων (ὕπνος) Orph.<i>H</i>.85.7, cf. Cyr.Al.M.72.536C, ἡ πίστις τῶν συναλλαγμάτων ... ἀκραιφνῆ τὴν τῶν συνελθόντων διασώζει διάθεσιν la confianza en los contratos preserva intacta la buena disposición de las partes</i>, <i>PSI</i> 76.3 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. de pers. ἵν' ἀνδρὶ τἀμὰ διασώσῃ λέχη E.<i>Hel</i>.65, Ἀφόβῳ τὴν οὐσίαν D.30.18, cf. 31.1, τὴν πίστιν τοῖς φίλοις X.<i>HG</i> 7.2.17, c. ac. y πρός c. ac. τὴν τοῦ πλήθους εὐσέβειαν πρὸς τὸ θεῖον Plb.16.12.9<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὴν εὐτυχίαν Th.5.16, cf. 3.39, τὰ πλείστου ἄξια X.<i>Cyr</i>.4.2.28, τὴν δὲ τῶν Μήδων μαλακίαν X.<i>Cyr</i>.8.8.15<br /><b class="num">•</b>c. ac. y ἐκ c. gen. [[preservar]] ἐκ τοῦ πυρὸς διασώζει τὰ ἔργα I.<i>BI</i> 5.288;<br /><b class="num">c)</b> [[conservar en la memoria]], [[recordar]] τὴν παλαιὰν παροιμίαν Pl.<i>R</i>.329a, πολλὰ μὲν οἶμαί σε τῶν πατρῴων στρατηγημάτων παρειληφότα διασῴζειν pienso que tú has guardado en tu memoria muchos de los conocimientos recibidos de tu padre</i> X.<i>Mem</i>.3.5.22, τὴν ... ἐκείνων δόξαν Lys.2.69, τέχνας ... καὶ μνήμας ἀπὸ μυρίων πραγμάτων Arr.<i>Epict</i>.1.14.9.<br /><b class="num">2</b> [[llevar]], [[conducir sano y salvo]] c. ac. y ἐς o πρός: ἵνα ... τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα <i>Act.Ap</i>.23.24, en v. pas. ἴσθι με ... ὑπὸ Λευκοθέας διασωθῆναι εἰς τὴν τῶν Φαιάκων χώραν entérate de que fui llevado sano y salvo por Leucótea al país de los feacios</i> Luc.<i>VH</i> 2.35.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> c. suj. de pers., abs. [[salvarse]] γενομένων ... πεντηκοντουτῶν οἱ διασωθέντες llegando a la edad de cincuenta años los que sobrevivieron</i> Pl.<i>R</i>.540a, οὐκ οἴει σοι ἄξιον εἶναι ἐπιμεληθῆναι ὅπως διασωθῇ; X.<i>Mem</i>.2.10.2, αὐτὸς δὲ μόλις διασωθεὶς ἥκοι Lycurg.18, cf. <i>ILampsakos</i> 4.74 (II a.C.), δι' ὕδατος del arca de Noé, 1<i>Ep.Petr</i>.3.20, ἐκ τῶν κινδύνων <i>IStratonikeia</i> 512.7 (I d.C.?), ἵνα διὰ τῶν σῶν ἁγιοτάτων εὐχῶν διασωθῶμεν <i>PHerm.Rees</i> 8.27 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. compl. [[llegar a salvo]], [[refugiarse en]] ἐν τοῖς ὄρεσι διασῴζονται βουκόλοι Pl.<i>Ti</i>.22d, καταφυγόντες διασῴζονται ἐς τὴν Λήκυθον Th.4.113, cf. 3.108, πρὸς τὴν Ἑλλάδα X.<i>An</i>.5.4.5, πρὸς τὴν πόλιν Plb.8.14.8, εἰς τὸ ὄρος [[LXX]] <i>Ge</i>.19.19, εἰς Ἀθήνας D.L.3.21.<br /><b class="num">2</b> medic. [[salir de una enfermedad]], op. ‘[[morir]]’ [[sobrevivir]], incluso [[restablecerse]] οἱ πλεῖστοι διεσῴζοντο, ὀλίγοι δέ τινες ἔθνῃσκον Hp.<i>Epid</i>.1.14, cf. 20, <i>Coac</i>.395, <i>Eu.Matt</i>.14.36, <i>BGU</i> 332.7 (II/III d.C.).<br /><b class="num">3</b> c. suj. de cosa o abstr. [[conservarse]], [[mantenerse]] οἱ οἶκοι D.43.75, διασῴζεται ... ἐν τῷ Δαφνηφορείῳ [[γραφή]] Thphr.<i>Fr</i>.119, τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις τῶν ἀποθανόντων κἂν ἴχνος τῶν γνωρισμάτων διασώζεται Ach.Tat.1.13.3<br /><b class="num">•</b>fig. [[mantenerse íntegro]], [[preservarse]] οὕτω γὰρ ἂν καὶ ἡ θεία τριὰς καὶ τὸ [[ἅγιον]] κήρυγμα τῆς μοναρχίας διασώζοιτο Dion.Rom. en Ath.Al.<i>Decr</i>.26.7.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> tb. -σώζω<br /><b class="num">I</b> tr.<br /><b class="num">1</b> [[salvar]]<br /><b class="num">a)</b> c. ac. de pers., anim. o colect. Ἀπόλλωνα ... διέσωσε κατακρύψασα Hdt.2.156, πόλιν E.<i>Ph</i>.783, τὰ ἔμβρυα διασώζουσιν (αἱ ἐν γαστρὶ ἔχουσαι) Hp.<i>Prorrh</i>.2.22, φίλους ἐκ ... κινδύνων διασῴζων Isoc.1.23, cf. 4.65, τῶν πολιτῶν οὓς εἶδεν ὄντας αἰχμαλώτους λυτρωσάμενος διέσῳσεν <i>IEryth</i>.28.18 (III a.C.), cf. <i>IEphesos</i> 1450.5, Σίλωνα I.<i>BI</i> 1.292, cf. Hld.5.20.9, <i>Vit.Aesop.G</i> 135;<br /><b class="num">b)</b> c. ac. de cosas y abstr. [[salvar]], [[conservar]], [[mantener a salvo]] τὰς νέας Hdt.7.49, cf. D.32.8, <i>AP</i> 9.106 (Leon.), Lib.<i>Ep</i>.847, τὸν πρῶτον λόγον Pl.<i>R</i>.395b, cf. Arist.<i>Ph</i>.189<sup>b</sup>1, τὰ παλαιά Isoc.10.63, τὸν θᾶκον ... διασῴζειν guardar el asiento</i> Ar.<i>Ra</i>.1517, τὸ χρῶμα Thphr.<i>HP</i> 2.2.6, τό τε φρούριον διέσῳσε πολέμου ὄντος <i>SEG</i> 24.1547 (Ramnunte III a.C.), cf. <i>IEphesos</i> 2001.2 (IV/III a.C.), τὴν Πτολεμαίου βασιλείαν Plb.29.27.11, τὰς προσηγορίας I.<i>AI</i> 1.121, cf. Ath.183d, τὴν ἀσφάλειαν Plu.2.431a, cf. 695b, εὔνοιαν Vett.Val.375.11, τὰ γνωρίσματα Hld.9.24.7, ψυχὰς διασώζων (ὕπνος) Orph.<i>H</i>.85.7, cf. Cyr.Al.M.72.536C, ἡ πίστις τῶν συναλλαγμάτων ... ἀκραιφνῆ τὴν τῶν συνελθόντων διασώζει διάθεσιν la confianza en los contratos preserva intacta la buena disposición de las partes</i>, <i>PSI</i> 76.3 (VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. ac. y dat. de pers. ἵν' ἀνδρὶ τἀμὰ διασώσῃ λέχη E.<i>Hel</i>.65, Ἀφόβῳ τὴν οὐσίαν D.30.18, cf. 31.1, τὴν πίστιν τοῖς φίλοις X.<i>HG</i> 7.2.17, c. ac. y πρός c. ac. τὴν τοῦ πλήθους εὐσέβειαν πρὸς τὸ θεῖον Plb.16.12.9<br /><b class="num">•</b>en v. med. mismo sent. τὴν εὐτυχίαν Th.5.16, cf. 3.39, τὰ πλείστου ἄξια X.<i>Cyr</i>.4.2.28, τὴν δὲ τῶν Μήδων μαλακίαν X.<i>Cyr</i>.8.8.15<br /><b class="num">•</b>c. ac. y ἐκ c. gen. [[preservar]] ἐκ τοῦ πυρὸς διασώζει τὰ ἔργα I.<i>BI</i> 5.288;<br /><b class="num">c)</b> [[conservar en la memoria]], [[recordar]] τὴν παλαιὰν παροιμίαν Pl.<i>R</i>.329a, πολλὰ μὲν οἶμαί σε τῶν πατρῴων στρατηγημάτων παρειληφότα διασῴζειν pienso que tú has guardado en tu memoria muchos de los conocimientos recibidos de tu padre</i> X.<i>Mem</i>.3.5.22, τὴν ... ἐκείνων δόξαν Lys.2.69, τέχνας ... καὶ μνήμας ἀπὸ μυρίων πραγμάτων Arr.<i>Epict</i>.1.14.9.<br /><b class="num">2</b> [[llevar]], [[conducir sano y salvo]] c. ac. y ἐς o πρός: ἵνα ... τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα <i>Act.Ap</i>.23.24, en v. pas. ἴσθι με ... ὑπὸ Λευκοθέας διασωθῆναι εἰς τὴν τῶν Φαιάκων χώραν entérate de que fui llevado sano y salvo por Leucótea al país de los feacios</i> Luc.<i>VH</i> 2.35.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> c. suj. de pers., abs. [[salvarse]] γενομένων ... πεντηκοντουτῶν οἱ διασωθέντες llegando a la edad de cincuenta años los que sobrevivieron</i> Pl.<i>R</i>.540a, οὐκ οἴει σοι ἄξιον εἶναι ἐπιμεληθῆναι ὅπως διασωθῇ; X.<i>Mem</i>.2.10.2, αὐτὸς δὲ μόλις διασωθεὶς ἥκοι Lycurg.18, cf. <i>ILampsakos</i> 4.74 (II a.C.), δι' ὕδατος del arca de Noé, 1<i>Ep.Petr</i>.3.20, ἐκ τῶν κινδύνων <i>IStratonikeia</i> 512.7 (I d.C.?), ἵνα διὰ τῶν σῶν ἁγιοτάτων εὐχῶν διασωθῶμεν <i>PHerm.Rees</i> 8.27 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>c. compl. [[llegar a salvo]], [[refugiarse en]] ἐν τοῖς ὄρεσι διασῴζονται βουκόλοι Pl.<i>Ti</i>.22d, καταφυγόντες διασῴζονται ἐς τὴν Λήκυθον Th.4.113, cf. 3.108, πρὸς τὴν Ἑλλάδα X.<i>An</i>.5.4.5, πρὸς τὴν πόλιν Plb.8.14.8, εἰς τὸ ὄρος [[LXX]] <i>Ge</i>.19.19, εἰς Ἀθήνας D.L.3.21.<br /><b class="num">2</b> medic. [[salir de una enfermedad]], op. ‘[[morir]]’ [[sobrevivir]], incluso [[restablecerse]] οἱ πλεῖστοι διεσῴζοντο, ὀλίγοι δέ τινες ἔθνῃσκον Hp.<i>Epid</i>.1.14, cf. 20, <i>Coac</i>.395, <i>Eu.Matt</i>.14.36, <i>BGU</i> 332.7 (II/III d.C.).<br /><b class="num">3</b> c. suj. de cosa o abstr. [[conservarse]], [[mantenerse]] οἱ οἶκοι D.43.75, διασῴζεται ... ἐν τῷ Δαφνηφορείῳ [[γραφή]] Thphr.<i>Fr</i>.119, τοῖς μὲν γὰρ ἄλλοις τῶν ἀποθανόντων κἂν ἴχνος τῶν γνωρισμάτων διασώζεται Ach.Tat.1.13.3<br /><b class="num">•</b>fig. [[mantenerse íntegro]], [[preservarse]] οὕτω γὰρ ἂν καὶ ἡ θεία τριὰς καὶ τὸ [[ἅγιον]] κήρυγμα τῆς μοναρχίας διασώζοιτο Dion.Rom. en Ath.Al.<i>Decr</i>.26.7.
}}
}}
{{bailly
{{bailly