Anonymous

ἰσάζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>· Παθ., αόρ. αʹ <i>ἰσάσθην</i>, παρακ. <i>ἴσασμαι</i> ([[ἴσος]])· [[εξισώνω]], [[εξισορροπώ]], [[εξομοιώνω]], λέγεται για [[πρόσωπο]] που κρατά [[ζυγαριά]], που ζυγίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἰσάζω]] [[τὰς]] κτήσεις, τις κάνω ισάξιες, ίσες, σε Αριστ. — Μέσ., εξομοιώνομαι, [[θέλω]] να κάνω τον εαυτό μου ίσο με κάποιον [[άλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἰσάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>· Παθ., αόρ. αʹ <i>ἰσάσθην</i>, παρακ. <i>ἴσασμαι</i> ([[ἴσος]])· [[εξισώνω]], [[εξισορροπώ]], [[εξομοιώνω]], λέγεται για [[πρόσωπο]] που κρατά [[ζυγαριά]], που ζυγίζει, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἰσάζω]] τὰς κτήσεις, τις κάνω ισάξιες, ίσες, σε Αριστ. — Μέσ., εξομοιώνομαι, [[θέλω]] να κάνω τον εαυτό μου ίσο με κάποιον [[άλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰσάζω]], [[ἴσος]]<br />to make [[equal]], to [[balance]], of a [[person]] holding scales, Il.; ἰς. τὰς κτήσεις to [[equalise]] them, Arist.: —Mid. to make [[oneself]] [[equal]] to [[another]], Il.
|mdlsjtxt=[[ἰσάζω]], [[ἴσος]]<br />to make [[equal]], to [[balance]], of a [[person]] holding scales, Il.; ἰς. τὰς κτήσεις to [[equalise]] them, Arist.: —Mid. to make [[oneself]] [[equal]] to [[another]], Il.
}}
}}