Anonymous

ἀνιάω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "τί τιν" to "τί τιν")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνιάω:''' [ᾰν] γʹ ενικ. παρατ. <i>ἠνία</i>, μέλ. ἀνιάσω [ᾱ], Επικ. [[ἀνιήσω]], αόρ. αʹ <i>ἠνίᾱσα</i>, Δωρ. <i>ἀνίᾱσα</i> — Παθ. <i>ἀνιῶμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. [[ἀνιῴατο]]· γʹ πληθ. παρατ. <i>ἠνιῶντο</i>· μέλ. σε Μέσ. τύπο, <i>ἀνιάσομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>ἀνιήσεαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠνιάθην]], Ιων. <i>-ήθην</i>· παρακ. [[ἠνίημαι]]· ([[ἀνία]])· (<i>ῑ</i> στον Όμηρ. και Σοφ.· <i>ῐ</i> στους άλλους ποιητές). Όπως το [[ἀνιάζω]], στεναχωρώ, [[θλίβω]], με αιτ.· ὁ δρῶν σ' ἀνιᾷ [[τὰς]] φρένας, σε Σοφ. — Παθ., είμαι [[θλιμμένος]], στενοχωρημένος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ουδ. επίθ., <i>τοῦτ' ἀνιῶμαι</i>, στενοχωριέμαι μ' αυτό, σε Σοφ.· μτχ. αορ. αʹ ως επίθ., [[λυπημένος]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀνιάω:''' [ᾰν] γʹ ενικ. παρατ. <i>ἠνία</i>, μέλ. ἀνιάσω [ᾱ], Επικ. [[ἀνιήσω]], αόρ. αʹ <i>ἠνίᾱσα</i>, Δωρ. <i>ἀνίᾱσα</i> — Παθ. <i>ἀνιῶμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. [[ἀνιῴατο]]· γʹ πληθ. παρατ. <i>ἠνιῶντο</i>· μέλ. σε Μέσ. τύπο, <i>ἀνιάσομαι</i>, Επικ. βʹ ενικ. <i>ἀνιήσεαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠνιάθην]], Ιων. <i>-ήθην</i>· παρακ. [[ἠνίημαι]]· ([[ἀνία]])· (<i>ῑ</i> στον Όμηρ. και Σοφ.· <i>ῐ</i> στους άλλους ποιητές). Όπως το [[ἀνιάζω]], στεναχωρώ, [[θλίβω]], με αιτ.· ὁ δρῶν σ' ἀνιᾷ τὰς φρένας, σε Σοφ. — Παθ., είμαι [[θλιμμένος]], στενοχωρημένος, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με ουδ. επίθ., <i>τοῦτ' ἀνιῶμαι</i>, στενοχωριέμαι μ' αυτό, σε Σοφ.· μτχ. αορ. αʹ ως επίθ., [[λυπημένος]] [[άνθρωπος]], σε Όμηρ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνία]] [ῑ in Hom. and Soph., ι or ῑ in [[other]] Poets.]<br />Like [[ἀνιάζω]], to [[grieve]], [[distress]], c. acc., Od., etc.; c. dupl. acc., ὁ δρῶν σ' ἀνιᾶι τὰς φρένας Soph.:—Pass. to be grieved, distressed, Od., etc.; with neut. adj., τοῦτ' ἀνιῶμαι I am vexed at [[this]], Soph.; aor1 [[part]]. as adj., a [[sorrowful]] man, Hom.
|mdlsjtxt=[[ἀνία]] [ῑ in Hom. and Soph., ι or ῑ in [[other]] Poets.]<br />Like [[ἀνιάζω]], to [[grieve]], [[distress]], c. acc., Od., etc.; c. dupl. acc., ὁ δρῶν σ' ἀνιᾶι τὰς φρένας Soph.:—Pass. to be grieved, distressed, Od., etc.; with neut. adj., τοῦτ' ἀνιῶμαι I am vexed at [[this]], Soph.; aor1 [[part]]. as adj., a [[sorrowful]] man, Hom.
}}
}}