Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τηρέω: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  6 December 2022
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηρέω:''' μέλ. <i>τηρήσω</i> (<i>τῆρος</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιτηρώ]], [[προσέχω]], [[φυλάττω]], σε Πίνδ., Αριστοφ. — Παθ., είμαι [[συνεχώς]] υπό [[επιτήρηση]], σε Θουκ.· Μέσ. μέλ., <i>τηρήσομαι</i> με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]] ώστε..., σε Αριστ., Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παρατηρώ]] από κοντά, [[προσέχω]] [[συνεχώς]], [[επιτηρώ]], σε Αριστοφ.· [[τὰς]] ἁμαρτίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[καιροφυλακτώ]], με αιτ., σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>παραστείχοντα τηρήσας</i>, τον παρατηρούσα με [[προσοχή]] [[καθώς]] περνούσε, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αγρυπνώ]], [[φυλάττω]], σε Αριστ.· με απαρ., [[φυλάττω]], [[προσέχω]] ώστε να..., σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρατηρώ]], [[φυλάω]] [[κάτι]] εμπιστευτικό, σε Ισοκρ. κ.λπ.· [[τηρέω]] εἰρήνην, σε Δημ.
|lsmtext='''τηρέω:''' μέλ. <i>τηρήσω</i> (<i>τῆρος</i>)·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[επιτηρώ]], [[προσέχω]], [[φυλάττω]], σε Πίνδ., Αριστοφ. — Παθ., είμαι [[συνεχώς]] υπό [[επιτήρηση]], σε Θουκ.· Μέσ. μέλ., <i>τηρήσομαι</i> με Παθ. [[σημασία]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φροντίζω]] ώστε..., σε Αριστ., Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παρατηρώ]] από κοντά, [[προσέχω]] [[συνεχώς]], [[επιτηρώ]], σε Αριστοφ.· τὰς ἁμαρτίας, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[καιροφυλακτώ]], με αιτ., σε Σοφ., Αριστοφ.· <i>παραστείχοντα τηρήσας</i>, τον παρατηρούσα με [[προσοχή]] [[καθώς]] περνούσε, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[αγρυπνώ]], [[φυλάττω]], σε Αριστ.· με απαρ., [[φυλάττω]], [[προσέχω]] ώστε να..., σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[παρατηρώ]], [[φυλάω]] [[κάτι]] εμπιστευτικό, σε Ισοκρ. κ.λπ.· [[τηρέω]] εἰρήνην, σε Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj