Anonymous

ἀποξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
(CSV import)
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποξηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξηραίνω]] εντελώς, [[αποξηραίνω]] έναν ποταμό, σε Ηρόδ. — Παθ., ξηραίνομαι, [[γίνομαι]] εντελώς [[ξηρός]], λέγεται για ποταμούς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξηραίνω]], αφυγραίνω εντελώς, [[τὰς]] [[ναῦς]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀποξηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξηραίνω]] εντελώς, [[αποξηραίνω]] έναν ποταμό, σε Ηρόδ. — Παθ., ξηραίνομαι, [[γίνομαι]] εντελώς [[ξηρός]], λέγεται για ποταμούς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξηραίνω]], αφυγραίνω εντελώς, τὰς [[ναῦς]], σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj