Anonymous

ἵνα: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  6 December 2022
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἵνα:''' Επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]]·<br /><b class="num">1.</b> σε εκείνο το [[μέρος]], [[εκεί]], μόνο στην Ομήρ. Ιλ. Κ 127. <b>2. α)</b> αναφορ., όπως το [[ὅπου]], σε όποιο [[μέρος]], όπου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[ἵνα]] τε, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἵνα]] περ, σε Όμηρ.· με γεν., [[ἵνα]] γῆς, σε οποιοδήποτε [[μέρος]] της γης, σε Ηρόδ.· <i>ἔμαθεἵνα ἦν κακοῦ</i>, σε ποια [[δυστυχία]], στον ίδ.· <i>οὐχ ὁρᾷς ἵν' εἶ κακοῦ</i>, σε Σοφ. <b>β)</b> όπως το [[ὅποι]], με ρήματα κίνησης, [[εκεί]] όπου, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὁρᾷς ἵν' ἥκεις</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για περιστάσεις, όταν, στην οποία ([[περίσταση]]), σε Ομήρ. Οδ. <b>Β.</b> Τελικός σύνδ., όπως το [[ὅπως]], να, για να, Λατ. ut, σε Όμηρ.<br /><b class="num">I. 1.</b> με υποτ.: <b>α)</b> [[έπειτα]] από αρκτικούς χρόνους σε [[έγκλιση]] οριστ., υποτ. ή και προστ., στον ίδ. κ.λπ. <b>β)</b> [[έπειτα]] από ιστορικούς χρόνους, σε παρομοιώσεις, όπου ο αόρ. αναφέρεται σε οποιαδήποτε [[περίσταση]], σε Ομήρ. Οδ. <b>γ)</b> [[έπειτα]] από ευχετική ευκτ. και <i>ἄν</i>, ἔδωκε [[μένος]], [[ἵνα]] γένοιτο, του έδωσε [[δύναμη]], για να μπορεί να γίνει, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με ευχετική ευκτ., [[έπειτα]] από ιστορικούς χρόνους, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με παρελθοντικούς (ιστορικούς) χρόνους σε [[έγκλιση]] οριστ., όταν προηγείται οριστ. με <i>ἄν</i>, για να εκφράσει [[συνέπεια]] που δεν επακολούθησε ή δεν μπορούσε να επακολουθήσει, ἵν' ἦν [[τυφλός]], σε [[κάθε]] [[περίπτωση]] πρέπει να είναι [[τυφλός]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[ἵνα]] μή, σαν αρνητικό του [[ἵνα]], για να μην, Λατ. ut ne ή ne, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> ελλειπτικές χρήσεις:<br /><b class="num">1.</b> [[εκεί]] όπου δηλώνεται μόνο ο [[σκοπός]] του λεγομένου, [[Ζεύς]] ἐσθ', <i>ἵν' εἰδῇς</i>, είναι ο Δίας ([[σου]] το λέω), για να το γνωρίζεις, σε Σοφ.· ομοίως, [[ἵνα]] συντέμω, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ὅπως]], με παραινετική [[σημασία]], όταν εννοείται το [[ὅρα]] ή <i>βλέπε</i>, [[ἵνα]] ἐλθὼν ἐπιθῇς [[τὰς]] χεῖρας αὐτῇ, βεβαιώσου ότι έρχεσαι και εναποθέτεις τα χέρια [[σου]] πάνω της, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> [[ἵνα]] τί (ενν. <i>γένηται</i>), για ποιον σκοπό; [[γιατί]];, σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἵνα:''' Επίρρ.:<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]]·<br /><b class="num">1.</b> σε εκείνο το [[μέρος]], [[εκεί]], μόνο στην Ομήρ. Ιλ. Κ 127. <b>2. α)</b> αναφορ., όπως το [[ὅπου]], σε όποιο [[μέρος]], όπου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, [[ἵνα]] τε, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἵνα]] περ, σε Όμηρ.· με γεν., [[ἵνα]] γῆς, σε οποιοδήποτε [[μέρος]] της γης, σε Ηρόδ.· <i>ἔμαθεἵνα ἦν κακοῦ</i>, σε ποια [[δυστυχία]], στον ίδ.· <i>οὐχ ὁρᾷς ἵν' εἶ κακοῦ</i>, σε Σοφ. <b>β)</b> όπως το [[ὅποι]], με ρήματα κίνησης, [[εκεί]] όπου, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὁρᾷς ἵν' ἥκεις</i>, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για περιστάσεις, όταν, στην οποία ([[περίσταση]]), σε Ομήρ. Οδ. <b>Β.</b> Τελικός σύνδ., όπως το [[ὅπως]], να, για να, Λατ. ut, σε Όμηρ.<br /><b class="num">I. 1.</b> με υποτ.: <b>α)</b> [[έπειτα]] από αρκτικούς χρόνους σε [[έγκλιση]] οριστ., υποτ. ή και προστ., στον ίδ. κ.λπ. <b>β)</b> [[έπειτα]] από ιστορικούς χρόνους, σε παρομοιώσεις, όπου ο αόρ. αναφέρεται σε οποιαδήποτε [[περίσταση]], σε Ομήρ. Οδ. <b>γ)</b> [[έπειτα]] από ευχετική ευκτ. και <i>ἄν</i>, ἔδωκε [[μένος]], [[ἵνα]] γένοιτο, του έδωσε [[δύναμη]], για να μπορεί να γίνει, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με ευχετική ευκτ., [[έπειτα]] από ιστορικούς χρόνους, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με παρελθοντικούς (ιστορικούς) χρόνους σε [[έγκλιση]] οριστ., όταν προηγείται οριστ. με <i>ἄν</i>, για να εκφράσει [[συνέπεια]] που δεν επακολούθησε ή δεν μπορούσε να επακολουθήσει, ἵν' ἦν [[τυφλός]], σε [[κάθε]] [[περίπτωση]] πρέπει να είναι [[τυφλός]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> [[ἵνα]] μή, σαν αρνητικό του [[ἵνα]], για να μην, Λατ. ut ne ή ne, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> ελλειπτικές χρήσεις:<br /><b class="num">1.</b> [[εκεί]] όπου δηλώνεται μόνο ο [[σκοπός]] του λεγομένου, [[Ζεύς]] ἐσθ', <i>ἵν' εἰδῇς</i>, είναι ο Δίας ([[σου]] το λέω), για να το γνωρίζεις, σε Σοφ.· ομοίως, [[ἵνα]] συντέμω, σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ὅπως]], με παραινετική [[σημασία]], όταν εννοείται το [[ὅρα]] ή <i>βλέπε</i>, [[ἵνα]] ἐλθὼν ἐπιθῇς τὰς χεῖρας αὐτῇ, βεβαιώσου ότι έρχεσαι και εναποθέτεις τα χέρια [[σου]] πάνω της, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> [[ἵνα]] τί (ενν. <i>γένηται</i>), για ποιον σκοπό; [[γιατί]];, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}
{{etym
{{etym