Anonymous

ὁμοιόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "τί τιν" to "τί τιν")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμοιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ [[ὡμοίωσα]] — Παθ., μέλ. <i>ὁμοιωθήσομαι</i> ή Μέσ. <i>ὁμοιώσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὡμοιώθην]], Επικ. απαρ. [[ὁμοιωθήμεναι]] ([[ὅμοιος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]], [[εξομοιώνω]], Λατ. assimilarre, <i>τί τινι</i>, σε Ευρ., Πλάτ.· πρὸς τὰ παρόντα [[τὰς]] [[ὀργὰς]] ὁμ., προσήρμοζαν τα συναισθήματά τους στις παρούσες περιστάσεις, σε Θουκ. — Παθ., αναγκάζομαι να γίνω [[ίδιος]], [[γίνομαι]] [[παρόμοιος]], σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· στον παρακ. [[ὡμοίωμαι]], είμαι όμοιος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.· στην Κ.Δ. λέγεται για τις παραβολές του Ιησού·<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης, [[ανταποδίδω]] με τον ίδιο τρόπο, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὁμοιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, αόρ. αʹ [[ὡμοίωσα]] — Παθ., μέλ. <i>ὁμοιωθήσομαι</i> ή Μέσ. <i>ὁμοιώσομαι</i>· αόρ. αʹ [[ὡμοιώθην]], Επικ. απαρ. [[ὁμοιωθήμεναι]] ([[ὅμοιος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] όμοιο με [[κάτι]], [[εξομοιώνω]], Λατ. assimilarre, <i>τί τινι</i>, σε Ευρ., Πλάτ.· πρὸς τὰ παρόντα τὰς [[ὀργὰς]] ὁμ., προσήρμοζαν τα συναισθήματά τους στις παρούσες περιστάσεις, σε Θουκ. — Παθ., αναγκάζομαι να γίνω [[ίδιος]], [[γίνομαι]] [[παρόμοιος]], σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ.· στον παρακ. [[ὡμοίωμαι]], είμαι όμοιος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[παρομοιάζω]], [[παραβάλλω]], [[συγκρίνω]], <i>τί τινι</i>, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.· στην Κ.Δ. λέγεται για τις παραβολές του Ιησού·<br /><b class="num">3.</b> στη Μέσ. επίσης, [[ανταποδίδω]] με τον ίδιο τρόπο, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj