3,273,293
edits
m (Text replacement - "tr" to "tr") |
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>impf.</i> εἵλισσον, <i>f.</i> ἑλίξω, <i>ao.</i> [[εἵλιξα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> inus., <i>ao.</i> εἱλίχθην, <i>pf.</i> εἵλιγμαι, <i>pqp.</i> [[εἱλίγμην]];<br /><b>I.</b> faire tourner : περὶ [[τέρμα]] (<i>s.e.</i> ἵππους) IL faire tourner les chevaux autour de la borne (du stade) ; <i>abs.</i> parcourir la carrière en allant et revenant ; κόνιν ESCHL soulever des tourbillons de poussière ; πλάταν SOPH faire tourner la rame, ramer ; [[φάος]] ESCHL promener sa lumière autour du monde <i>en parl. du soleil</i> ; θιάσους EUR conduire des danses en rond ; ἑλ. τινα, honorer un dieu par des danses circulaires;<br /><b>II.</b> rouler, <i>d'où</i><br /><b>1</b> enrouler : πλόκαμον περὶ ἄτρακτον HDT une tresse (de fil) autour du fuseau ; <i>Pass.</i> | |btext=<i>impf.</i> εἵλισσον, <i>f.</i> ἑλίξω, <i>ao.</i> [[εἵλιξα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> inus., <i>ao.</i> εἱλίχθην, <i>pf.</i> εἵλιγμαι, <i>pqp.</i> [[εἱλίγμην]];<br /><b>I.</b> faire tourner : περὶ [[τέρμα]] (<i>s.e.</i> ἵππους) IL faire tourner les chevaux autour de la borne (du stade) ; <i>abs.</i> parcourir la carrière en allant et revenant ; κόνιν ESCHL soulever des tourbillons de poussière ; πλάταν SOPH faire tourner la rame, ramer ; [[φάος]] ESCHL promener sa lumière autour du monde <i>en parl. du soleil</i> ; θιάσους EUR conduire des danses en rond ; ἑλ. τινα, honorer un dieu par des danses circulaires;<br /><b>II.</b> rouler, <i>d'où</i><br /><b>1</b> enrouler : πλόκαμον περὶ ἄτρακτον HDT une tresse (de fil) autour du fuseau ; <i>Pass.</i> τὰς κεφαλὰς [[εἱλίχατο]] μίτρῃσι HDT ils avaient des turbans enroulés autour de la tête;<br /><b>2</b> dérouler ; <i>fig.</i> [[τι]], rouler qch (une pensée, <i>etc.</i>) dans son esprit;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἑλίσσομαι]] (<i>f.</i> ἑλίξομαι, <i>ao.</i> εἱλιξάμην);<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se rouler, s'enrouler;<br /><b>2</b> se retourner, circuler, aller et venir : [[ἀν]]’ ὅμιλον IL <i>ou</i> καθ’ ὅμιλον IL dans l'assemblée ; [[ἔνθα]] καὶ [[ἔνθα]] OD tourner ici et là, ne savoir que faire;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> s'occuper de (<i>cf. lat.</i> versari in) : [[περί]] [[τι]], de qch;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> faire tourner, faire tournoyer : τινα [[σφαιρηδόν]] IL qqn comme une balle.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλιξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑλίσσω:''' Επικ. απαρ. <i>-[[έμεν]]</i>· Ιων. [[εἱλίσσω]]· μέλ. <i>ἑλίξω</i>, αόρ. αʹ [[εἵλιξα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>εἱλίχθην</i>, παρακ. <i>εἵλιγμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. [[εἱλίχατο]]· γʹ ενικ. υπερσ. <i>εἵλικτο</i> ([[εἵλω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιστρέφω]], [[στρέφω]] το [[άρμα]] γύρω από τη [[γωνία]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως λέγεται και για το [[άρμα]] της Ημέρας, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>ἑλ. κόνιν</i>, [[απλώνω]] κυματιστά τη στροβιλιζόμενη [[σκόνη]], σε Αισχύλ.· <i>ἑλ. δίνας</i>, λέγεται για τον Εύριπο, σε Ευρ.· <i>ἑλ. βλέφαρα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για [[κάθε]] γρήγορη, ορμητική [[κίνηση]], [[ιδίως]] κυκλωτικής μορφής, <i>ἑλ.πλάταν</i>, [[χειρίζομαι]] το [[κουπί]] με [[σβελτάδα]], σε Σοφ.· ἑλ. [[πόδα]], [[περπατώ]] [[γρήγορα]], γοργοπερπατώ, σε Ευρ.· απόλ., [[χορεύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τυλίγω]], [[περιτυλίγω]], [[κλώθω]], όπως το [[μαλλί]] γύρω από τη [[ρόκα]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[στριφογυρίζω]] στο [[μυαλό]] μου, [[περιστρέφω]], σε Σοφ.· <i>ἑλ. λόγους</i>, [[μεταχειρίζομαι]] πανούργα, πονηρά [[λόγια]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ., περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στρέφομαι, [[γυρίζω]] προς τον [[κόλπο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[φίδι]], συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι, στον ίδ.· λέγεται για [[βλήμα]], περιστρέφομαι, [[στρίβω]] στον αέρα, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στρέφομαι εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι, [[στριφογυρίζω]], στο ίδ.· επίσης όπως το Λατ. versari, είμαι [[συνεχώς]] απασχολημένος με [[κάτι]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> περιδινίζομαι, [[στριφογυρίζω]] κατά την όρχηση, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], [[στροβιλίζω]], [[περιστρέφω]], όπως η [[σφεντόνα]] ή [[θηλειά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">5.</b> | |lsmtext='''ἑλίσσω:''' Επικ. απαρ. <i>-[[έμεν]]</i>· Ιων. [[εἱλίσσω]]· μέλ. <i>ἑλίξω</i>, αόρ. αʹ [[εἵλιξα]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>εἱλίχθην</i>, παρακ. <i>εἵλιγμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. [[εἱλίχατο]]· γʹ ενικ. υπερσ. <i>εἵλικτο</i> ([[εἵλω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιστρέφω]], [[στρέφω]] το [[άρμα]] γύρω από τη [[γωνία]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως λέγεται και για το [[άρμα]] της Ημέρας, σε Αισχύλ., Ευρ.· <i>ἑλ. κόνιν</i>, [[απλώνω]] κυματιστά τη στροβιλιζόμενη [[σκόνη]], σε Αισχύλ.· <i>ἑλ. δίνας</i>, λέγεται για τον Εύριπο, σε Ευρ.· <i>ἑλ. βλέφαρα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται για [[κάθε]] γρήγορη, ορμητική [[κίνηση]], [[ιδίως]] κυκλωτικής μορφής, <i>ἑλ.πλάταν</i>, [[χειρίζομαι]] το [[κουπί]] με [[σβελτάδα]], σε Σοφ.· ἑλ. [[πόδα]], [[περπατώ]] [[γρήγορα]], γοργοπερπατώ, σε Ευρ.· απόλ., [[χορεύω]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[τυλίγω]], [[περιτυλίγω]], [[κλώθω]], όπως το [[μαλλί]] γύρω από τη [[ρόκα]], σε Ηρόδ., Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> μεταφ., [[στριφογυρίζω]] στο [[μυαλό]] μου, [[περιστρέφω]], σε Σοφ.· <i>ἑλ. λόγους</i>, [[μεταχειρίζομαι]] πανούργα, πονηρά [[λόγια]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ., περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στρέφομαι, [[γυρίζω]] προς τον [[κόλπο]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[φίδι]], συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι, στον ίδ.· λέγεται για [[βλήμα]], περιστρέφομαι, [[στρίβω]] στον αέρα, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στρέφομαι εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι, [[στριφογυρίζω]], στο ίδ.· επίσης όπως το Λατ. versari, είμαι [[συνεχώς]] απασχολημένος με [[κάτι]], στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> περιδινίζομαι, [[στριφογυρίζω]] κατά την όρχηση, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> Μέσ. με Ενεργ. [[σημασία]], [[στροβιλίζω]], [[περιστρέφω]], όπως η [[σφεντόνα]] ή [[θηλειά]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">5.</b> τὰς κεφαλὰς εἰλίχατο μίτρῃσι, έχουν τα κεφάλια τους τυλιγμένα με σαρίκια, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |