3,274,873
edits
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποδύω:''' μέλ. <i>-δύσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έδῡσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αφαιρώ]] τα ενδύματα ή τον οπλισμό φονευμένου εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ. μέλ. <i>δῠθήσομαι</i>, αόρ. αʹ -δύθην [ῠ], παρακ. <i>-δέδῠμαι</i>·<br /><b class="num">2.</b> αυτό που [[γυμνώνω]] έναν άνθρωπο από τα ρούχα του· ἀπέδυσε | |lsmtext='''ἀποδύω:''' μέλ. <i>-δύσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έδῡσα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[αφαιρώ]] τα ενδύματα ή τον οπλισμό φονευμένου εχθρού, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ. μέλ. <i>δῠθήσομαι</i>, αόρ. αʹ -δύθην [ῠ], παρακ. <i>-δέδῠμαι</i>·<br /><b class="num">2.</b> αυτό που [[γυμνώνω]] έναν άνθρωπο από τα ρούχα του· ἀπέδυσε τὰς γυναῖκας, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ. μέλ. -[[δύσομαι]] [ῡ], αόρ. αʹ <i>-εδυσάμην</i>· επίσης αμτβ. Ενεργ. αορ. βʹ [[ἀπέδυν]], παρακ. <i>ἀποδέδῡκα</i>· [[γυμνώνω]] τον εαυτό μου, [[βγάζω]] τα ρούχα μου, <i>εἴματα</i>, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., <i>ἀποδυσάμενος</i>, αυτός που έχει γδυθεί, στο ίδ.· <i>ἀποδύντες</i>, αυτοί που έμειναν [[τελείως]] γυμνοί, σε Θουκ.· <i>ἀποδύεσθαι εἴς</i>ή [[πρός]] τι, γδύνομαι για να επιδοθώ σε [[γυμναστική]] [[εξάσκηση]], σε Πλούτ.· μεταφ., <i>ἀποδύντες ἐπίωμεν</i>, ας γδυθούμε και ας επιτεθούμε, δηλ. ας ετοιμαστούμε κι ας αρχίσουμε τα αναπαιστικά τραγούδια, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[strip]] off [[clothes]] or [[armour]], Il.:—Pass., fut. -δυθήσομαι: aor1 -εδύθην [υ]: perf. -δέδυμαι.<br /><b class="num">2.</b> to [[strip]] a [[person]] of [[clothes]], ἀπέδυσε τὰς γυναῖκας Hdt., etc.:—Pass. to be stripped of one's [[clothes]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> Mid., fut. -[[δύσομαι]] [ῡ]: aor1 -εδυσάμην; also intr. aor2 act. [[ἀπέδυν]], perf. ἀποδέδῡκα:— to [[strip]] off [[oneself]], [[take]] off, εἵματα Od.:—absol., ἀποδυσάμενος having stripped, Ar.; ἀποδύντες stripped [[naked]], Thuc.; ἀποδύεσθαι εἴς or πρός τι to [[strip]] for [[gymnastic]] exercises, Plut.:—metaph., ἀποδύντες ἐπίωμεν let us [[strip]] and [[attack]], Ar.<br />B. [[ἀποδύνω]]<br /><b class="num">1.</b> to [[strip]] off, βοείην Od. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[strip]] off [[clothes]] or [[armour]], Il.:—Pass., fut. -δυθήσομαι: aor1 -εδύθην [υ]: perf. -δέδυμαι.<br /><b class="num">2.</b> to [[strip]] a [[person]] of [[clothes]], ἀπέδυσε τὰς γυναῖκας Hdt., etc.:—Pass. to be stripped of one's [[clothes]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> Mid., fut. -[[δύσομαι]] [ῡ]: aor1 -εδυσάμην; also intr. aor2 act. [[ἀπέδυν]], perf. ἀποδέδῡκα:— to [[strip]] off [[oneself]], [[take]] off, εἵματα Od.:—absol., ἀποδυσάμενος having stripped, Ar.; ἀποδύντες stripped [[naked]], Thuc.; ἀποδύεσθαι εἴς or πρός τι to [[strip]] for [[gymnastic]] exercises, Plut.:—metaph., ἀποδύντες ἐπίωμεν let us [[strip]] and [[attack]], Ar.<br />B. [[ἀποδύνω]]<br /><b class="num">1.</b> to [[strip]] off, βοείην Od. | ||
}} | }} |