Anonymous

διεξελαύνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεξελαύνω:''' μέλ. <i>-ελάσω</i>, Αττ. <i>-ελῶ</i>, [[εξορμώ]], επιτίθεμαι, [[οδηγώ]] [[εναντίον]], [[επελαύνω]] διαμέσου, [[διέρχομαι]] [[πεζός]] ή [[έφιππος]], απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. τόπου, δ. [[τὰς]] πύλας, στον ίδ.
|lsmtext='''διεξελαύνω:''' μέλ. <i>-ελάσω</i>, Αττ. <i>-ελῶ</i>, [[εξορμώ]], επιτίθεμαι, [[οδηγώ]] [[εναντίον]], [[επελαύνω]] διαμέσου, [[διέρχομαι]] [[πεζός]] ή [[έφιππος]], απόλ., σε Ηρόδ.· με αιτ. τόπου, δ. τὰς πύλας, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ελάσω [[attic]] -ελῶ<br />to [[drive]], [[ride]], [[march]] [[through]], absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt.
|mdlsjtxt=fut. -ελάσω [[attic]] -ελῶ<br />to [[drive]], [[ride]], [[march]] [[through]], absol., Hdt.; c. acc. loci, δ. τὰς πύλας Hdt.
}}
}}