Anonymous

ἡγέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡγέομαι:''' ([[ἄγω]]), Δωρ. ἁγ-, παρατ. <i>ἡγούμην</i>, Ιων. <i>-εόμην</i> ή <i>-εύμην</i>, μέλ. <i>ἡγήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἡγησάμην</i>, παρακ. [[ἥγημαι]], Αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προηγούμαι]], έχω [[προβάδισμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., [[οδηγώ]], [[ανοίγω]] το δρόμο σε κάποιον, [[καθοδηγώ]], στον ίδ.· επίσης, <i>ὁδὸν ἡγήσασθαι</i>, [[προπορεύομαι]] στην οδό, Λατ. praeire viam, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., είμαι ο [[αρχηγός]] κάποιου σε [[κάτι]]· ἀοιδὸς [[ἡμῖν]] ἡγείσθω ὀρχηθμοῖο, στο ίδ.· <i>ἡγοῦμαί τινι σοφίας</i>, <i>ᾠδῆς</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.· και μόνο με γεν. πράγμ., <i>ἡγοῦμαι νόμων</i>, [[αρχίζω]] το [[άσμα]], το [[μέλος]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[οδηγώ]], [[διευθύνω]]· [[τὰς]] πομπάς, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[οδηγώ]] στρατό ή στόλο, με δοτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., είμαι [[οδηγός]] ή [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]] ή [[κυβερνήτης]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., <i>οἱ ἡγούμενοι</i>, οι άρχοντες, οι εξουσιαστές, οι κυβερνώντες, σε Σοφ.· <i>ἡγούμενοι ἐν τοῖς ἀδελφοῖς</i>, πρόκριτοι [[μεταξύ]] των αδελφών, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III. 1.</b> [[νομίζω]], [[φρονώ]], [[πιστεύω]], Λατ. ducere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡγοῦμαί τι [[εἶναι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με [[προσθήκη]] λέξης που δηλώνει [[ιδιότητα]]· ἡγοῦμαί τινα [[βασιλέα]], [[θεωρώ]] ή [[υπολήπτομαι]] κάποιον ως βασιλιά, στον ίδ.· ἡγοῦμαί τι περὶ [[πολλοῦ]], στον ίδ.· <i>περὶ πλείστου</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἡγοῦμαι θεούς</i>, [[πιστεύω]] στους θεούς, σε Ευρ. κ.λπ.· πρβλ. [[νομίζω]] II.<br /><b class="num">4.</b> ἡγοῦμαι [[δεῖν]], [[νομίζω]] ότι πρέπει, [[θεωρώ]] ότι είναι καλό, απαραίτητο να κάνω, με απαρέμφ., σε Δημ.· με αυτή τη [[σημασία]] σε άλλες περιπτώσεις και [[χωρίς]] το [[δεῖν]]· [[παθεῖν]] [[μᾶλλον]] ἡγησάμενοι ἤ..., σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> ο παρακ. χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]]· <i>τὰ ἁγημένα = τὰ νομιζόμενα</i>, σε χρησμ. [[παρά]] Δημ.
|lsmtext='''ἡγέομαι:''' ([[ἄγω]]), Δωρ. ἁγ-, παρατ. <i>ἡγούμην</i>, Ιων. <i>-εόμην</i> ή <i>-εύμην</i>, μέλ. <i>ἡγήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἡγησάμην</i>, παρακ. [[ἥγημαι]], Αποθ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προηγούμαι]], έχω [[προβάδισμα]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. προσ., [[οδηγώ]], [[ανοίγω]] το δρόμο σε κάποιον, [[καθοδηγώ]], στον ίδ.· επίσης, <i>ὁδὸν ἡγήσασθαι</i>, [[προπορεύομαι]] στην οδό, Λατ. praeire viam, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., είμαι ο [[αρχηγός]] κάποιου σε [[κάτι]]· ἀοιδὸς [[ἡμῖν]] ἡγείσθω ὀρχηθμοῖο, στο ίδ.· <i>ἡγοῦμαί τινι σοφίας</i>, <i>ᾠδῆς</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.· και μόνο με γεν. πράγμ., <i>ἡγοῦμαι νόμων</i>, [[αρχίζω]] το [[άσμα]], το [[μέλος]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. πράγμ., [[οδηγώ]], [[διευθύνω]]· τὰς πομπάς, σε Δημ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[οδηγώ]] στρατό ή στόλο, με δοτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., είμαι [[οδηγός]] ή [[αρχηγός]], [[ηγεμόνας]] ή [[κυβερνήτης]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., <i>οἱ ἡγούμενοι</i>, οι άρχοντες, οι εξουσιαστές, οι κυβερνώντες, σε Σοφ.· <i>ἡγούμενοι ἐν τοῖς ἀδελφοῖς</i>, πρόκριτοι [[μεταξύ]] των αδελφών, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">III. 1.</b> [[νομίζω]], [[φρονώ]], [[πιστεύω]], Λατ. ducere, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡγοῦμαί τι [[εἶναι]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με [[προσθήκη]] λέξης που δηλώνει [[ιδιότητα]]· ἡγοῦμαί τινα [[βασιλέα]], [[θεωρώ]] ή [[υπολήπτομαι]] κάποιον ως βασιλιά, στον ίδ.· ἡγοῦμαί τι περὶ [[πολλοῦ]], στον ίδ.· <i>περὶ πλείστου</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> <i>ἡγοῦμαι θεούς</i>, [[πιστεύω]] στους θεούς, σε Ευρ. κ.λπ.· πρβλ. [[νομίζω]] II.<br /><b class="num">4.</b> ἡγοῦμαι [[δεῖν]], [[νομίζω]] ότι πρέπει, [[θεωρώ]] ότι είναι καλό, απαραίτητο να κάνω, με απαρέμφ., σε Δημ.· με αυτή τη [[σημασία]] σε άλλες περιπτώσεις και [[χωρίς]] το [[δεῖν]]· [[παθεῖν]] [[μᾶλλον]] ἡγησάμενοι ἤ..., σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> ο παρακ. χρησιμ. με Παθ. [[σημασία]]· <i>τὰ ἁγημένα = τὰ νομιζόμενα</i>, σε χρησμ. [[παρά]] Δημ.
}}
}}
{{etym
{{etym