Anonymous

ἐξαμιλλάομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "τί τιν" to "τί τιν")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, μτχ. αορ. αʹ <i>ἐξαμιλλησάμενος</i> και <i>-ηθείς</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[αγωνίζομαι]] με [[δύναμη]], [[μάχομαι]] έντονα, με σύστ. αιτ., [[τὰς]] τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, αυτός που έχει διαγωνιστεί στην [[αρματοδρομία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διώχνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., στον ίδ.· κάνω κάποιον έξω φρενών, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αόρ. αʹ με Παθ. [[σημασία]], σπρώχνομαι έξω με τη [[βία]], λέγεται για το [[μάτι]] του Κύκλωπα, στον ίδ.
|lsmtext='''ἐξᾰμιλλάομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, μτχ. αορ. αʹ <i>ἐξαμιλλησάμενος</i> και <i>-ηθείς</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[αγωνίζομαι]] με [[δύναμη]], [[μάχομαι]] έντονα, με σύστ. αιτ., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς, αυτός που έχει διαγωνιστεί στην [[αρματοδρομία]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[διώχνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., στον ίδ.· κάνω κάποιον έξω φρενών, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> αόρ. αʹ με Παθ. [[σημασία]], σπρώχνομαι έξω με τη [[βία]], λέγεται για το [[μάτι]] του Κύκλωπα, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι aor1 [[part]]. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς<br /><b class="num">I.</b> Dep.:— to [[struggle]] [[vehemently]], c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having [[contested]] the [[chariot]]-[[race]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[drive]] out of a [[place]], c. gen., Eur.: to [[drive]] out of his wits, Eur.<br /><b class="num">III.</b> aor1 in [[pass]]. [[sense]], to be [[forced]] out, of the [[Cyclops]]' eye, Eur.
|mdlsjtxt=fut. ήσομαι aor1 [[part]]. ἐξαμιλλησάμενος and -ηθείς<br /><b class="num">I.</b> Dep.:— to [[struggle]] [[vehemently]], c. acc. cogn., τὰς τεθρίππους ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς having [[contested]] the [[chariot]]-[[race]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[drive]] out of a [[place]], c. gen., Eur.: to [[drive]] out of his wits, Eur.<br /><b class="num">III.</b> aor1 in [[pass]]. [[sense]], to be [[forced]] out, of the [[Cyclops]]' eye, Eur.
}}
}}