Anonymous

εἰσγράφω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(Moy.<\/b><\/i> )(.*?μαι);" to "$1$2;")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[εγγράφω]], [[καταγράφω]] — Μέσ., ἐς [[τὰς]] σπονδὰς εἰσγράψασθαι, να εγγράφομαι (ως [[επιγραφή]]) πάνω σε ή να [[γίνομαι]] [[δεκτός]] σε ένα συνασπισμό, [[μία]] [[συμμαχία]], σε Θουκ.
|lsmtext='''εἰσγράφω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-ψω</i>, [[εγγράφω]], [[καταγράφω]] — Μέσ., ἐς τὰς σπονδὰς εἰσγράψασθαι, να εγγράφομαι (ως [[επιγραφή]]) πάνω σε ή να [[γίνομαι]] [[δεκτός]] σε ένα συνασπισμό, [[μία]] [[συμμαχία]], σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[write]] in, [[inscribe]]:—Mid., ἐς τὰς σπονδὰς εἰσγράψασθαι to [[have]] [[oneself]] written or [[received]] [[into]] the [[league]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to [[write]] in, [[inscribe]]:—Mid., ἐς τὰς σπονδὰς εἰσγράψασθαι to [[have]] [[oneself]] written or [[received]] [[into]] the [[league]], Thuc.
}}
}}