3,277,301
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεπαίνω:''' αόρ. αʹ <i>ἐπέπᾱνα</i>· Παθ., μέλ. <i>πεπανθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπεπάνθην</i>· ([[πέπων]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ωριμάζω]], κάνω [[κάτι]] ώριμο, [[μεστώνω]], σε Ηρόδ.· απόλ., διακοπῶν | |lsmtext='''πεπαίνω:''' αόρ. αʹ <i>ἐπέπᾱνα</i>· Παθ., μέλ. <i>πεπανθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπεπάνθην</i>· ([[πέπων]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ωριμάζω]], κάνω [[κάτι]] ώριμο, [[μεστώνω]], σε Ηρόδ.· απόλ., διακοπῶν τὰς ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσι [[ἤδη]], δηλ. εάν τα σταφύλια ωριμάσουν, σε Αριστοφ. — Παθ., [[γίνομαι]] ώριμος, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κατευνάζω]], καταπραΰνω την [[οργή]], σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, <i>ἢν πεπανθῇς</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |