Anonymous

πεπαίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεπαίνω:''' αόρ. αʹ <i>ἐπέπᾱνα</i>· Παθ., μέλ. <i>πεπανθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπεπάνθην</i>· ([[πέπων]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ωριμάζω]], κάνω [[κάτι]] ώριμο, [[μεστώνω]], σε Ηρόδ.· απόλ., διακοπῶν [[τὰς]] ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσι [[ἤδη]], δηλ. εάν τα σταφύλια ωριμάσουν, σε Αριστοφ. — Παθ., [[γίνομαι]] ώριμος, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κατευνάζω]], καταπραΰνω την [[οργή]], σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, <i>ἢν πεπανθῇς</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''πεπαίνω:''' αόρ. αʹ <i>ἐπέπᾱνα</i>· Παθ., μέλ. <i>πεπανθήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπεπάνθην</i>· ([[πέπων]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ωριμάζω]], κάνω [[κάτι]] ώριμο, [[μεστώνω]], σε Ηρόδ.· απόλ., διακοπῶν τὰς ἀμπέλους, εἰ πεπαίνουσι [[ἤδη]], δηλ. εάν τα σταφύλια ωριμάσουν, σε Αριστοφ. — Παθ., [[γίνομαι]] ώριμος, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κατευνάζω]], καταπραΰνω την [[οργή]], σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για ανθρώπους, <i>ἢν πεπανθῇς</i>, σε Ευρ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj