3,273,006
edits
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ὀφρύος (ἡ) ; <i>acc.</i> ὀφρύν, <i>rar.</i> [[ὀφρύα]], <i>acc. pl.</i> ὀφρῦς;<br /><b>I.</b> sourcil : | |btext=ὀφρύος (ἡ) ; <i>acc.</i> ὀφρύν, <i>rar.</i> [[ὀφρύα]], <i>acc. pl.</i> ὀφρῦς;<br /><b>I.</b> sourcil : τὰς ὀφρῦς ξυνάγειν AR froncer <i>ou</i> contracter les sourcils d'un air menaçant <i>ou</i> sombre ; ἀνασπᾶν AR, ἀνατείνειν LUC, ἐπαίρειν LUC hausser les sourcils d'un air hautain <i>ou</i> menaçant;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> [[gravité]], [[majesté]];<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> emphase;<br /><b>III.</b> hauteur escarpée, colline <i>ou</i> montagne abrupte, escarpement.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> bhru « sourcil ». | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀφρῦς:''' [ῡ], ἡ, γεν. -ύος [ῠ], αιτ. <i>ὀφρύν</i>, πληθ. <i>ὀφρύας</i>, συνηρ. [[ὀφρῦς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φρύδι]], τριχώδες [[δέρμα]] πάνω από τα μάτια, Λατ. [[supercilium]], [[κυρίως]] στον πληθ., φρύδια, σε Όμηρ.· ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], δηλ. έγνεψε καταφατικά με τα φρύδια, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀνὰδ' ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ</i>, τους έκανε ένα [[νεύμα]] αποτροπής, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμ. για να δηλώσει [[λύπη]], [[περιφρόνηση]], [[υπερηφάνεια]]: | |lsmtext='''ὀφρῦς:''' [ῡ], ἡ, γεν. -ύος [ῠ], αιτ. <i>ὀφρύν</i>, πληθ. <i>ὀφρύας</i>, συνηρ. [[ὀφρῦς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φρύδι]], τριχώδες [[δέρμα]] πάνω από τα μάτια, Λατ. [[supercilium]], [[κυρίως]] στον πληθ., φρύδια, σε Όμηρ.· ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], δηλ. έγνεψε καταφατικά με τα φρύδια, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἀνὰδ' ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ</i>, τους έκανε ένα [[νεύμα]] αποτροπής, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμ. για να δηλώσει [[λύπη]], [[περιφρόνηση]], [[υπερηφάνεια]]: τὰς [[ὀφρῦς]] ἀνασπᾶν, σε Αριστοφ.· [[ὀφρῦς]] ἐπαίρειν, σε Ευρ. κ.λπ.· τὰς [[ὀφρῦς]] συνάγειν, [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου, [[συνοφρυώνομαι]], σε Αριστοφ.· επίσης, <i>καταβάλλειν</i>, <i>λύειν</i>, μεθιέναι τὰς [[ὀφρῦς]], [[αφήνω]] τα φρύδια μου να επανέλθουν στη [[θέση]] τους, [[χαλαρώνω]] τα φρύδια μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> το <i>ὀφρὺς</i> μόνο του, όπως το Λατ. [[supercilium]], [[περιφρόνηση]], υπερηφάνια, [[αλαζονεία]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> το [[χείλος]] προς τον γκρεμό ενός λόφου, [[απόκρημνος]] [[βράχος]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |