Anonymous

καινόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καινώσω, <i>ao.</i> ἐκαίνωσα;<br /><b>1</b> créer du nouveau, inventer, innover ; <i>Pass., en parl. de changements politiques</i> καινοῦσθαι [[τὰς]] διανοίας THC avoir dans l'esprit des idées de changement, de révolution;<br /><b>2</b> se servir pour la première fois de, inaugurer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[καινός]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> καινώσω, <i>ao.</i> ἐκαίνωσα;<br /><b>1</b> créer du nouveau, inventer, innover ; <i>Pass., en parl. de changements politiques</i> καινοῦσθαι τὰς διανοίας THC avoir dans l'esprit des idées de changement, de révolution;<br /><b>2</b> se servir pour la première fois de, inaugurer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[καινός]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καινός]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό [[σύστημα]], σε Θουκ.· καινοῦσθαι [[τὰς]] διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καινίζω]], [[χρησιμοποιώ]] για πρώτη [[φορά]], [[εγκαινιάζω]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''καινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[καινός]]),<br /><b class="num">I.</b> κάνω [[κάτι]] νέο, [[ανανεώνω]] — Παθ., λέγεται για πολιτικές αλλαγές, μεταβολές στο πολιτικό [[σύστημα]], σε Θουκ.· καινοῦσθαι τὰς διανοίας, έχουν καινούριες απόψεις, ιδέες, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καινίζω]], [[χρησιμοποιώ]] για πρώτη [[φορά]], [[εγκαινιάζω]], σε Ηρόδ.
}}
}}
{{ls
{{ls