Anonymous

φορέω: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  6 December 2022
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φορέω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[φορέῃσι]], Επικ. απαρ. [[φορῆναι]], [[φορήμεναι]] (όπως από [[φόρημι]])· παρατ. <i>ἐφόρεον</i>, Ιων. <i>ἐφόρευν</i>, [[φορέεσκον]]· μέλ. <i>φορήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφόρησα</i>, Επικ. <i>φόρησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> θαμιστικό του [[φέρω]], [[φέρω]] ή [[μεταφέρω]] [[συνεχώς]], χρησιμοποιούμαι για [[μεταφορά]], ἵπποι οἳ [[φορέεσκον]] Πηλείωνα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δούλο, [[ὕδωρ]] ἐφόρει, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>ἀγγελίας φορέειν</i>, [[υπηρετώ]] ως [[αγγελιαφόρος]], (το <i>ἀγγελίην φέρειν</i>, [[απλώς]] [[μεταφέρω]] ένα [[μήνυμα]]), σε Ηρόδ.· <i>φορέωθρεπτήρια</i>, λέγεται για τον Οιδίποδα που μετέφερε την [[τροφή]] του μέσα σε δισάκι, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθως]] λέγεται για ρούχα και οπλισμό, [[μεταφέρω]] [[συνήθως]], φορώ, Λατ. [[gesto]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> έχω, [[κατέχω]], <i>ἀγλαΐας φορέειν</i>, είμαι [[λαμπρός]], σε Ομήρ. Οδ.· ἰσχυρὰς [[φορέω]] [[τὰς]] κεφαλάς, σε Ηρόδ.· ὑπόπτερον [[δέμας]] [[φορέω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., μεταφέρομαι βίαια, με [[ορμή]], σε Τραγ.· παρασύρομαι από τη [[θύελλα]], σε Αριστοφ.· μεταφέρομαι [[μακριά]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[προμηθεύω]] τον εαυτό μου, [[προμηθεύομαι]], σε Ευρ.
|lsmtext='''φορέω:''' Επικ. γʹ ενικ. υποτ. [[φορέῃσι]], Επικ. απαρ. [[φορῆναι]], [[φορήμεναι]] (όπως από [[φόρημι]])· παρατ. <i>ἐφόρεον</i>, Ιων. <i>ἐφόρευν</i>, [[φορέεσκον]]· μέλ. <i>φορήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐφόρησα</i>, Επικ. <i>φόρησα</i>·<br /><b class="num">1.</b> θαμιστικό του [[φέρω]], [[φέρω]] ή [[μεταφέρω]] [[συνεχώς]], χρησιμοποιούμαι για [[μεταφορά]], ἵπποι οἳ [[φορέεσκον]] Πηλείωνα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δούλο, [[ὕδωρ]] ἐφόρει, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>ἀγγελίας φορέειν</i>, [[υπηρετώ]] ως [[αγγελιαφόρος]], (το <i>ἀγγελίην φέρειν</i>, [[απλώς]] [[μεταφέρω]] ένα [[μήνυμα]]), σε Ηρόδ.· <i>φορέωθρεπτήρια</i>, λέγεται για τον Οιδίποδα που μετέφερε την [[τροφή]] του μέσα σε δισάκι, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[συνήθως]] λέγεται για ρούχα και οπλισμό, [[μεταφέρω]] [[συνήθως]], φορώ, Λατ. [[gesto]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> έχω, [[κατέχω]], <i>ἀγλαΐας φορέειν</i>, είμαι [[λαμπρός]], σε Ομήρ. Οδ.· ἰσχυρὰς [[φορέω]] τὰς κεφαλάς, σε Ηρόδ.· ὑπόπτερον [[δέμας]] [[φορέω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., μεταφέρομαι βίαια, με [[ορμή]], σε Τραγ.· παρασύρομαι από τη [[θύελλα]], σε Αριστοφ.· μεταφέρομαι [[μακριά]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> Μέσ., [[προμηθεύω]] τον εαυτό μου, [[προμηθεύομαι]], σε Ευρ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj