3,277,206
edits
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς") |
|||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]], -[[βέβαα]], μτχ. -[[βεβώς]], Επικ. <i>-βεβαώς</i>· αόρ. βʹ [[παρέβην]]· — Παθ., αορ. αʹ [[παρεβάθην]] [ᾰ]· παρακ. <i>παραβέβασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προχωρώ]] πέρα από [[κάτι]], με δοτ.· Ἕκτορι [[παρβεβαώς]], [[στέκομαι]] δίπλα στον Έκτορα μέσα στο [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>παρβεβαῶτε ἀλλήλοιιν</i>, στο ίδ.· ομοίως ο παρατ. [[παρέβασκε]] χρησιμ. ως = ἦν [[παραβάτης]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περνάω]] δίπλα ή πιο πέρα, [[προσπερνώ]], [[παραβαίνω]], τὰ [[νόμιμα]], σε Ηρόδ.· [[δίκην]], σε Αισχύλ.· | |lsmtext='''παραβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], παρακ. -[[βέβηκα]], -[[βέβαα]], μτχ. -[[βεβώς]], Επικ. <i>-βεβαώς</i>· αόρ. βʹ [[παρέβην]]· — Παθ., αορ. αʹ [[παρεβάθην]] [ᾰ]· παρακ. <i>παραβέβασμαι</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[προχωρώ]] πέρα από [[κάτι]], με δοτ.· Ἕκτορι [[παρβεβαώς]], [[στέκομαι]] δίπλα στον Έκτορα μέσα στο [[άρμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>παρβεβαῶτε ἀλλήλοιιν</i>, στο ίδ.· ομοίως ο παρατ. [[παρέβασκε]] χρησιμ. ως = ἦν [[παραβάτης]], στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[περνάω]] δίπλα ή πιο πέρα, [[προσπερνώ]], [[παραβαίνω]], τὰ [[νόμιμα]], σε Ηρόδ.· [[δίκην]], σε Αισχύλ.· τὰς σπονδάς, σε Αριστοφ., Θουκ.· απόλ., <i>παραβάντες</i>, οι παραβάτες, σε Αισχύλ. — Παθ., [[παραβιάζομαι]], καταπατώμαι, σπονδὰς ἅς γε ὁ θεὸς νομίζει [[παραβεβάσθαι]], σε Θουκ.· <i>νόμῳ παραβαθέντι</i>, στον ίδ.· <i>παραβαινομένων</i>, απόλ., παρόλο που γίνονται παραβάσεις, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφήνω]], [[παραλείπω]], σε Σοφ., Δημ.· οὔμε παρέβα [[φάσμα]], δεν μου διέφυγε, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> [[προχωρώ]] [[εμπρός]], [[παραβαίνω]] πρὸς τὸ [[θέατρον]], εμφανίζομαι [[μπροστά]] για να μιλήσω στους θεατές (δηλ. στη [[σκηνή]]), σε Αριστοφ.· πρβλ. [[παράβασις]] III. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |