Anonymous

ἱκνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱκνέομαι:''' αποθ., εκτεταμ. [[τύπος]] του [[ἵκω]], [[ἱκάνω]]· μέλ. [[ἵξομαι]], Δωρ. <i>ἱξοῦμαι</i>· αόρ. βʹ [[ἱκόμην]] (με <i>ῐ</i>, [[εκτός]] αν η [[έκταση]] προέρχεται από [[αύξηση]]), παρακ. [[ἷγμαι]], μτχ. <i>ἱγμένος</i>· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἷκτο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έρχομαι]], [[καταφθάνω]] σε έναν [[τόπο]], με αιτ. τόπου ή ακολουθ. από πρόθ., ἵκετο [[νῆας]] ή ἐπὶ [[νῆας]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]], [[φθάνω]] σε..., ἵκετο [[χρόα]], λέγεται για [[δόρυ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τέλος]] [[ἵκεο]] μύθων, στο ίδ.· ἠῶ [[ἱκέσθαι]], δηλ. ζω έως το [[πρωί]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>λέκτροιο θεσμὸν ἵκοντο</i>, δηλ. παντρεύομαι, ενώνομαι, [[σμίγω]], λέγεται για τη [[σχέση]] Οδυσσέα και Πηνελόπης [[μετά]] την [[πράξη]] της αναγνώρισης, στο ίδ.· [[ὅ τι]] χεῖρας ἵκοιτο, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια τους, στο ίδ.· [[ἱκνέομαι]] ἐςλόγους τινός, [[συνομιλώ]] με κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[δυστυχία]], [[ταλαιπωρία]], [[θλίψη]] κ.λπ., [[επέρχομαι]] σε κάποιον, [[πένθος]] ἱκνεῖταί τινα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄχος]], [[χόλος]] τινὰ ἱκνεῖται θυμὸν ἢ κραδίην, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> [[προσεγγίζω]] κάποιον σαν [[ικέτης]], στον ίδ.· τὰ σὰ [[γοῦνα]] ἱκόμεθ', σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου, όπως το [[ἱκετεύω]], [[δέομαι]], [[προσεύχομαι]], [[παρακαλώ]], [[τὰς]] θεὰς ἱκνοῦμαι, σε Σοφ.· [[καί]] σε πρὸς [[θεῶν]] ἱκνοῦμαι, στον ίδ.· με απαρ., <i>πάντες σ' ἱκνοῦνται θάψαι νεκρούς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> απρόσ., όπως το <i>προσήκει</i>, αρμόζει, πρέπει, είναι [[πρέπον]]· φαμὲν [[ἡμέας]] ἱκνέεσθαι ἡγεμονεύειν, λέμε, υποστηρίζουμε ότι πρέπει εμείς να πάρουμε την [[αρχηγία]], σε Ηρόδ.· τοὺς [[μάλιστα]] ἱκνέεται (ενν. [[κεκάρθαι]]), τους οποίους αφορά περισσότερο, στον ίδ.· ομοίως, <i>ἐς τὸν ἱκνέεται</i>, σ' αυτόν τον οποίο ανήκει, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μτχ., <i>τὸ ἱκνεύμενον</i>, αυτό που ταιριάζει, το [[πρέπον]], αυτό που αρμόζει, στον ίδ.· ὁ [[ἱκνεύμενος]] [[χρόνος]], ο [[σωστός]], ο αρμόζων, ο [[κατάλληλος]] [[χρόνος]], στον ίδ.· τὸ ἱκνεύμενον [[ἀνάλωμα]], η αναλογούσα [[δαπάνη]], σε Θουκ.· απ' όπου, επίρρ., [[ἱκνευμένως]], [[ορθά]], [[κατάλληλα]], με τον αρμόζοντα τρόπο, αρμοδίως, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἱκνέομαι:''' αποθ., εκτεταμ. [[τύπος]] του [[ἵκω]], [[ἱκάνω]]· μέλ. [[ἵξομαι]], Δωρ. <i>ἱξοῦμαι</i>· αόρ. βʹ [[ἱκόμην]] (με <i>ῐ</i>, [[εκτός]] αν η [[έκταση]] προέρχεται από [[αύξηση]]), παρακ. [[ἷγμαι]], μτχ. <i>ἱγμένος</i>· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἷκτο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[έρχομαι]], [[καταφθάνω]] σε έναν [[τόπο]], με αιτ. τόπου ή ακολουθ. από πρόθ., ἵκετο [[νῆας]] ή ἐπὶ [[νῆας]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[έρχομαι]], [[φθάνω]] σε..., ἵκετο [[χρόα]], λέγεται για [[δόρυ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[τέλος]] [[ἵκεο]] μύθων, στο ίδ.· ἠῶ [[ἱκέσθαι]], δηλ. ζω έως το [[πρωί]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>λέκτροιο θεσμὸν ἵκοντο</i>, δηλ. παντρεύομαι, ενώνομαι, [[σμίγω]], λέγεται για τη [[σχέση]] Οδυσσέα και Πηνελόπης [[μετά]] την [[πράξη]] της αναγνώρισης, στο ίδ.· [[ὅ τι]] χεῖρας ἵκοιτο, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια τους, στο ίδ.· [[ἱκνέομαι]] ἐςλόγους τινός, [[συνομιλώ]] με κάποιον, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[δυστυχία]], [[ταλαιπωρία]], [[θλίψη]] κ.λπ., [[επέρχομαι]] σε κάποιον, [[πένθος]] ἱκνεῖταί τινα, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἄχος]], [[χόλος]] τινὰ ἱκνεῖται θυμὸν ἢ κραδίην, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III.</b> [[προσεγγίζω]] κάποιον σαν [[ικέτης]], στον ίδ.· τὰ σὰ [[γοῦνα]] ἱκόμεθ', σε Ομήρ. Οδ.· απ' όπου, όπως το [[ἱκετεύω]], [[δέομαι]], [[προσεύχομαι]], [[παρακαλώ]], τὰς θεὰς ἱκνοῦμαι, σε Σοφ.· [[καί]] σε πρὸς [[θεῶν]] ἱκνοῦμαι, στον ίδ.· με απαρ., <i>πάντες σ' ἱκνοῦνται θάψαι νεκρούς</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">IV. 1.</b> απρόσ., όπως το <i>προσήκει</i>, αρμόζει, πρέπει, είναι [[πρέπον]]· φαμὲν [[ἡμέας]] ἱκνέεσθαι ἡγεμονεύειν, λέμε, υποστηρίζουμε ότι πρέπει εμείς να πάρουμε την [[αρχηγία]], σε Ηρόδ.· τοὺς [[μάλιστα]] ἱκνέεται (ενν. [[κεκάρθαι]]), τους οποίους αφορά περισσότερο, στον ίδ.· ομοίως, <i>ἐς τὸν ἱκνέεται</i>, σ' αυτόν τον οποίο ανήκει, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μτχ., <i>τὸ ἱκνεύμενον</i>, αυτό που ταιριάζει, το [[πρέπον]], αυτό που αρμόζει, στον ίδ.· ὁ [[ἱκνεύμενος]] [[χρόνος]], ο [[σωστός]], ο αρμόζων, ο [[κατάλληλος]] [[χρόνος]], στον ίδ.· τὸ ἱκνεύμενον [[ἀνάλωμα]], η αναλογούσα [[δαπάνη]], σε Θουκ.· απ' όπου, επίρρ., [[ἱκνευμένως]], [[ορθά]], [[κατάλληλα]], με τον αρμόζοντα τρόπο, αρμοδίως, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{etym
{{etym