Anonymous

ἥμισυς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἥμῐσυς:''' -εια, -υ, γεν. [[ἡμίσεος]], ονομ. και αιτ. πληθ. αρσ. Ιων. <i>ἡμίσεες</i>, <i>-εας</i>, Αττ. συνηρ. <i>-εις</i>, ουδ. πληθ. [[ἡμίσεα]], συνηρ. <i>-η</i>, Ιων. θηλ. <i>ἡμισέα</i>, γεν. <i>-έας</i>, δοτ. <i>-έᾳ</i>, κ.λπ.· ([[ἡμι-]]), [[μισός]], Λατ. [[semis]], χρησιμ. και ως επίθ. και ως ουσ.<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ., <i>ἡμίσεες λαοί</i>, οι μισοί άνθρωποι, σε Όμηρ.· [[ἥμισυς]] [[λόγος]], το ήμισυ της διήγησης, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., ως συγκρ., <i>ἥμισυ οὗ διενοεῖτο</i>, τα μισά από όσα σκόπευε, είχε κατά νου, σε Θουκ.· επίσης με ουσ. στη γεν.· [[τῶν]] νήσων [[τὰς]] ἡμισέας, τα μισά νησιά, σε Ηρόδ.· αἱ ἡμίσειαι [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Θουκ.· ὁ [[ἥμισυς]] τοῦ ἀριθμοῦ, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> ἥμισυ [[τιμῆς]], <i>ἐνάρων</i>, <i>ἀρετῆς</i>, σε Όμηρ.· [[πλέον]] ἥμισυ παντός, σε Ησίοδ.· συχνότερα και με [[άρθρο]]· <i>τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης στον πληθ., ἄρτων [[ἡμίσεα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως θηλ., ἡ [[ἡμίσεια]] τοῦ τιμήματος, σε Πλάτ.· <i>ἐφ' ἡμισείᾳ</i>, [[μέχρι]] το μισό, σε Δημ.
|lsmtext='''ἥμῐσυς:''' -εια, -υ, γεν. [[ἡμίσεος]], ονομ. και αιτ. πληθ. αρσ. Ιων. <i>ἡμίσεες</i>, <i>-εας</i>, Αττ. συνηρ. <i>-εις</i>, ουδ. πληθ. [[ἡμίσεα]], συνηρ. <i>-η</i>, Ιων. θηλ. <i>ἡμισέα</i>, γεν. <i>-έας</i>, δοτ. <i>-έᾳ</i>, κ.λπ.· ([[ἡμι-]]), [[μισός]], Λατ. [[semis]], χρησιμ. και ως επίθ. και ως ουσ.<br /><b class="num">I.</b> ως επίθ., <i>ἡμίσεες λαοί</i>, οι μισοί άνθρωποι, σε Όμηρ.· [[ἥμισυς]] [[λόγος]], το ήμισυ της διήγησης, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με γεν., ως συγκρ., <i>ἥμισυ οὗ διενοεῖτο</i>, τα μισά από όσα σκόπευε, είχε κατά νου, σε Θουκ.· επίσης με ουσ. στη γεν.· [[τῶν]] νήσων τὰς ἡμισέας, τα μισά νησιά, σε Ηρόδ.· αἱ ἡμίσειαι [[τῶν]] [[νεῶν]], σε Θουκ.· ὁ [[ἥμισυς]] τοῦ ἀριθμοῦ, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ.,<br /><b class="num">1.</b> ἥμισυ [[τιμῆς]], <i>ἐνάρων</i>, <i>ἀρετῆς</i>, σε Όμηρ.· [[πλέον]] ἥμισυ παντός, σε Ησίοδ.· συχνότερα και με [[άρθρο]]· <i>τὸ ἥμισυ τοῦ στρατοῦ</i>, σε Θουκ. κ.λπ.· επίσης στον πληθ., ἄρτων [[ἡμίσεα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ως θηλ., ἡ [[ἡμίσεια]] τοῦ τιμήματος, σε Πλάτ.· <i>ἐφ' ἡμισείᾳ</i>, [[μέχρι]] το μισό, σε Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj