Anonymous

τῆμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>"
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 <i>")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και τᾱμος Α<br /><b>επίρρ.</b> [[τότε]], σε εκείνο το [[χρονικό]] [[σημείο]] του παρελθόντος («[[ἦμος]] δ' [[Ἑωσφόρος]] [[εἶσι]] [[φόως]] ἐρέων ἐπὶ γαῖαν... [[τῆμος]] πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τῆμος]], συσχετικό του αναφορ. [[ἦμος]] (<b>πρβλ.</b> [[τέως]]: <i>ἕως</i>), έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> IE <i>tod</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>το</i>-, <i>τᾶ</i>-, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) με μια επιρρμ. κατάλ. με -<i>m</i>-, η οποία μπορεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], να συνδεθεί με αυτήν του αρχ. σλαβ. τοπικού επιρρ. <i>ta</i>-<i>mo</i>, [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. και χεττιτ. [[επίθημα]] -<i>mant</i>-. Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[τῆμος]] ήταν αρχικά επίθ. με κατάλ. -<i>μος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θερ</i>-<i>μός</i>, <i>νόστ</i>-<i>ι</i>-<i>μος</i>), το οποίο στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. Η [[άποψη]] αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του θεσσαλ. [[τᾶμον]], που λειτουργεί ως επίθ. στη φρ. τὸ [[τᾶμον]] (<i>ψᾱφισμα</i>)].
|mltxt=και τᾱμος Α<br /><b>επίρρ.</b> [[τότε]], σε εκείνο το [[χρονικό]] [[σημείο]] του παρελθόντος («[[ἦμος]] δ' [[Ἑωσφόρος]] [[εἶσι]] [[φόως]] ἐρέων ἐπὶ γαῖαν... [[τῆμος]] πυρκαϊκὴ ἐμαραίνετο», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[τῆμος]], συσχετικό του αναφορ. [[ἦμος]] (<b>πρβλ.</b> [[τέως]]: <i>ἕως</i>), έχει σχηματιστεί από το θ. του οριστικού άρθρου (<b>πρβλ.</b> [[IE]] <i>tod</i> <span style="color: red;"><</span> [[ρίζα]] <i>το</i>-, <i>τᾶ</i>-, <b>βλ. λ.</b> <i>ο</i>, <i>η</i>, <i>το</i>) με μια επιρρμ. κατάλ. με -<i>m</i>-, η οποία μπορεί, [[κατά]] μία [[άποψη]], να συνδεθεί με αυτήν του αρχ. σλαβ. τοπικού επιρρ. <i>ta</i>-<i>mo</i>, [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. και χεττιτ. [[επίθημα]] -<i>mant</i>-. Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[τῆμος]] ήταν αρχικά επίθ. με κατάλ. -<i>μος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θερ</i>-<i>μός</i>, <i>νόστ</i>-<i>ι</i>-<i>μος</i>), το οποίο στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε ως επίρρ. Η [[άποψη]] αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη του θεσσαλ. [[τᾶμον]], που λειτουργεί ως επίθ. στη φρ. τὸ [[τᾶμον]] (<i>ψᾱφισμα</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm