3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fimi | |Transliteration C=fimi | ||
|Beta Code=fh/mh | |Beta Code=fh/mh | ||
|Definition=ἡ, Aeol. and Dor. [[φάμα]], | |Definition=ἡ, Aeol. and Dor. [[φάμα]], Sapph.''Supp.''20<br><span class="bld">A</span> a]12, Pi.''O.''7.10; pseudo-Dor. [[φήμα]] B.5.194, al., Isyll.80: ([[φημί]]).<br><span class="bld">I</span> [[utterance]] prompted by the [[god]]s, [[significant]] or [[prophetic]] [[saying]], χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός Od.2.35, ubi v. Sch.; in the prayer of Odysseus to Zeus, φήμην τίς μοι φάσθω Od.20.100; followed by <b class="b3">φήμην δ' ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρίς</b> ib. 105; [[φήμη]] and [[κλεηδών]] are interchanged, [[Herodotus|Hdt.]] 5.72, cf. S.''El.''1109 sq.; [[φήμη]] about a [[τέρας]], [[Herodotus|Hdt.]]3.153; εἴτε του θεῶν φήμην ἀκούσας εἴτ' ἀπ' ἀνδρὸς οἶσθα [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''43, cf. 86,475(lyr.); <b class="b3">τοῦ ὀνείρου ἡ φήμη</b> the [[message]] of the [[dream]], [[Herodotus|Hdt.]]1.43; φ. μαντικαί [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]'' 723; φήμη θεσφάτων Id.''Tr.''1150; μάντεων φῆμαι E.''Hipp.''1056. cf. ''Ion'' 180 (lyr.); φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη Id.''Hel.''820; φήμας τε καὶ μαντείας [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 111b, cf. Isoc.9.21; φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς X. ''Smp.''4.48, cf. ''Cyr.''8.7.3, etc.; φήμης ἕνεκα [[ominis causa]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''878a, cf. 908a; <b class="b3">τῇ πόλει</b> (''[[sc.]] '' Aquileia) ἀετὸς οἴκιζομένῃ τὴν αὑτοῦ φ. χαρίζεται Jul.''Or.''2.72a; hence, comically, φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστί [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''720; <b class="b3">φ. ἀγαθὴν λέξομεν</b> = [[εὐφημία]]ν παρέξομεν, Id.''V.''865 (anap.).<br><span class="bld">2</span> [[report]], [[rumour]], usually of [[uncertain]] and [[mysterious]] [[origin]], φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή Hes.''Op.''763, cf. Aeschin.1.128 (citing <b class="b3">φήμη δ' ἐς στρατὸν ἦλθε</b> as from Il.); <b class="b3">Φήμης βωμός</b> Sch. ad loc., Paus.1.17.1; [[common report]], opp. [[συκοφαντία]], Aeschin.2.145; φάμα δ' ἦλθε κατὰ πτόλιν Sapph. l. c.; ἄμβροτε Φ. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''158 (lyr.); φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον [[Herodotus|Hdt.]]9.100; φ. δημόθρους [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''938; τίν' ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1320 (anap.); φ. ὑπορρεῖ [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''672b; φήμην κατασκεδάσαι Id.''Ap.''18c.<br><span class="bld">3</span> [[report]] of a man's [[character]], [[repute]], δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι—ῥεῖα μάλ', ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ' ἀποθέσθαι Hes.''Op.''760; ὑποδεέστερα τῆς φ. Th.1.11; περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον.. καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Aeschin.1.127; τοιαύτην φ. σαυτῇ περιφυομένην Isoc.5.78: pl., ἐπιφέρειν γυναικείους ἑαυτοῖς φήμας [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''935a; ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Antiph.105:—esp. of [[good report]], [[fame]], περιχαρὴς τῇ φ. [[Herodotus|Hdt.]] 1.31; κατὰ τὴν εὐλογίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Isoc.5.134, cf. 4.186; ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.''O.''7.10: but also φ. πονηραί A.''Ch.''1045; <b class="b3">αἰσχρὰ φήμη</b>, opp. <b class="b3">καλὴ δόξα</b>, Isoc. 1.43; ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατὰ θεῶν [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''822c, cf. ''R.''463d.<br><span class="bld">4</span> [[φᾶμαι]] = [[songs of praise]], Pi.''P.''2.16; [[φάμα]] [[φιλοφόρμιγξ]] A.''Supp.''697 (lyr.), cf. ''Th.''866 (anap.).<br><span class="bld">II</span> any [[voice]] or [[word]]s, [[speech]], [[saying]], <b class="b3">λόγων φ.</b> ''poet.'' [[periphrasis]] for [[λόγοι]], S.''Ph.''846 (lyr.); esp. [[common]] [[report]], [[tradition]], [[legend]], <b class="b3">ἀλλ' ἔστι φήμη</b>.. A.''Supp.''760; πολιαὶ φῆμαι E.''El.''701 (lyr.), cf. [[Plato|Pl.]]''[[Philebus|Phlb.]]'' 16c, ''Lg.''713c; αἱ ἀρχαῖαι φ. Plb.12.3.2; <b class="b3">μνήμην παρὰ τῆς</b> φήμης λαβών Lys.2.3.<br><span class="bld">b</span> [[common]] [[report]] or [[parlance]], Chrysipp.Stoic.2.242; <b class="b3">ὅσους ἡ κοινὴ φ. παραδέδωκεν [θεούς]</b> Phld.''Piet.''17.<br><span class="bld">2</span> [[message]], A.''Ch.''741, S.''El.''1155, E.''Hipp.''158 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1267.png Seite 1267]] ἡ, dor. [[φάμα]], 1) omen, eine göttliche Stimme, ein Laut, worin sich ohne die Absicht des Urhebers der Wille der Götter kund zu thun, oder eine Andeutung von zukünftigen Dingen enthalten zu sein scheint, also eine ahnungsvolle, vorbedeutende Stimme; so Od. 2, 35, wo der alte Aegyptios gesagt hat, in Beziehung auf den ihm unbekannten Veranlasser der Versammlung, [[εἴθε]] οἱ αὐτῷ Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅ, τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ, heißt es vom Telemach, der es auf sich bezieht, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος [[φίλος]] [[υἱός]]; Od. 20, 100 sagt Odysseus φήμην [[τίς]] μοι φάσθω ἐγειρομένων ἀνθρώπων [[ἔνδοθεν]], welche Stimme v. 105 ff. ihm zu | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1267.png Seite 1267]] ἡ, dor. [[φάμα]], 1) omen, eine göttliche Stimme, ein Laut, worin sich ohne die Absicht des Urhebers der Wille der Götter kund zu thun, oder eine Andeutung von zukünftigen Dingen enthalten zu sein scheint, also eine ahnungsvolle, vorbedeutende Stimme; so Od. 2, 35, wo der alte Aegyptios gesagt hat, in Beziehung auf den ihm unbekannten Veranlasser der Versammlung, [[εἴθε]] οἱ αὐτῷ Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅ, τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ, heißt es vom Telemach, der es auf sich bezieht, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος [[φίλος]] [[υἱός]]; Od. 20, 100 sagt Odysseus φήμην [[τίς]] μοι φάσθω ἐγειρομένων ἀνθρώπων [[ἔνδοθεν]], welche Stimme v. 105 ff. ihm zu Teil wird; Soph. [[εἴτε]] του θεῶν φήμην ἀκούσας, εἴτ' ἀπ' ἀνδρὸς οἶσθά που, O. R. 43, vgl. 86. 475; φῆμαι μαντικαί 723; also auch Verkündigung durch Orakel, Vogel- u. Opferzeichen, Träume u. vgl.; βληθεὶς ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην Her. 1, 43, vgl. 3, 153. 5, 72; μάντεων φήμας ἐλέγξας Eur. Hipp. 1056; τοὺς θεῶν ἀγγέλλοντας φήμας θνατοῖς Ion 180; Plat. [[κατά]] τινα μαντείας φήμην Legg. VII, 792 d, φήμας τε καὶ μαντείας καὶ αἰσθήσεις τῶν θεῶν γίγνεσθαι αὐτοῖς Phaed. 111 b, und oft; Vorbedeutung, Legg. IX, 878 a. – 2) [[Rede]], Gerede, [[Gerücht]], Ruf, Meinung, in der man steht; Hes. O. 765; φᾶμαι ἀγαθαί Pind. Ol. 7, 10; P. 2, 16 u. öfter; ἀλλ' ἔστι [[φήμη]] τοὺς λύκους κρείσσους κυνῶν εἶναι, es ist eine weit verbreitete Rede, Aesch. Suppl. 741; [[φήμη]] γε [[μέντοι]] δημόθρο υς μέγα σθένει Ag. 912; auch Gesang, Suppl. 678; Botschaft, Nachricht, φήμας [[λάθρᾳ]] προὔπεμπες Soph. El. 1144; lr. 203; [[φήμη]] τις φύλαξιν ἐμπέπτωκεν Eur. Rhes. 656; φήμ η ἀγαθή Ar. Equ. 1317 Vesp. 864; φήμης ὑπ οδεέστερα, von dem das Gerücht übertrieben ist, Thuc. 1, 11; τοῦτο ἕξει ὅπ ῃ ἂν αὐτὸ ἡ [[φήμη]] ἀγάγῃ Plat. Rep. III, 415 ü; οὐ γὰρ δήπ ου σοῦ γε τοσα ύτη [[φήμη]] τε καὶ [[λόγος]] γέγονεν Apol. 20 c, u. oft; τὴν φήμ ην, ήν προσεποιήσω Aesch. 2, 166. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[φούμη]] Ν, και ἐφήμη Μ, και δωρ. τ. [[φάμα]] και πιθ. δωρ. τ. [[φήμα]] Α<br /><b>1.</b> ανεξακρίβωτη [[πληροφορία]] ή [[είδηση]] που διαδίδεται από [[στόμα]] σε [[στόμα]], [[διάδοση]] (α. «κυκλοφορεί η [[φήμη]] ότι θα δοθεί και νέα [[αύξηση]]» β. «[[φήμη]] [[ἐσέπτατο]] ἐς τὸ [[στρατόπεδον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημόσια]] [[γνώμη]], καλή ή κακή, για ένα [[πρόσωπο]] και για τον χαρακτήρα του (α. «έχει πολύ καλή [[φήμη]] στη [[γειτονιά]]» β. «δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην<br />[[φήμη]] γάρ τε κακὴ πέλεται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]]) η καλή [[γνώμη]] για κάποιον, [[αίγλη]] (α. «έχει [[μεγάλη]] [[φήμη]]» β. «κατὰ τὴν εὐδοξίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φήμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φήμη</i><br /><b>μυθ.</b> αλληγορική [[μορφή]] της ελληνικής και της ρωμαϊκής μυθολογίας, που θεωρήθηκε προσωποίηση τών δημόσιων διαδόσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[ανεξέλεγκτος]] [[ισχυρισμός]] για πρόσωπα ή πράγματα, που διαδίδεται [[προφορικά]] ή και με όποιον [[άλλο]] τρόπο ως κρατούσα [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φήμη]] και [[πελατεία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[αξία]] μιας επιχείρησης [[πέραν]] τών υλικών και άυλων περιουσιακών της στοιχείων, η οποία [[είναι]] [[μέρος]] του «αέρα» και αποτελεί [[μορφή]] υπεραξίας της επιχείρησης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[ευχή]] που ψάλλεται για επίσκοπο ο [[οποίος]] ιερουργεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωνή]] ή [[λόγος]] άγνωστης προέλευσης και, [[κυρίως]], [[θείος]] [[λόγος]] προφητικού χαρακτήρα<br /><b>2.</b> [[προφητεία]] ή [[χρησμός]] που διατυπώνεται [[μετά]] από την [[ερμηνεία]] οιωνών, σημείων ή ονείρων («βληθεις ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> θεϊκό [[σημάδι]], [[οιωνός]] («φήμης [[ἕνεκα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[είδος]] λόγου («[[φήμη]] γε [[μέντοι]] [[δημόθρους]] μέγα στένει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παράδοση]], [[μύθος]] (α. «ἀλλ' ἔστι [[φήμη]] κρείσσονας λύκους κυνῶν [[εἶναι]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὅσους ἡ κοινὴ [[φήμη]] παραδέδωκεν [θεούς]», Φιλόδ.)<br /><b>6.</b> [[μήνυμα]], [[παραγγελία]]<br /><b>7.</b> (ο δωρ. τ. στον πληθ.) <i>αἱ φᾱμαι</i><br />οι επαινετικοί ύμνοι<br /><b>8.</b> <b>ως κύριο όν.</b> θεά, [[κόρη]] της Διαβολής, την οποία θεωρούσαν αγγελιαφόρο τών νικών<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φήμη]] λόγων»<br />(στην [[ποίηση]]) ([[κατά]] περίφρ.) οι λόγοι (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[φήμη]] ἀγαθή» — [[ευφημία]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φη</i>-/<i>φᾱ</i>- της απαθούς βαθμίδας του ρ. [[φημί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μη</i> / -<i>μᾱ</i> ( | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[φούμη]] Ν, και ἐφήμη Μ, και δωρ. τ. [[φάμα]] και πιθ. δωρ. τ. [[φήμα]] Α<br /><b>1.</b> ανεξακρίβωτη [[πληροφορία]] ή [[είδηση]] που διαδίδεται από [[στόμα]] σε [[στόμα]], [[διάδοση]] (α. «κυκλοφορεί η [[φήμη]] ότι θα δοθεί και νέα [[αύξηση]]» β. «[[φήμη]] [[ἐσέπτατο]] ἐς τὸ [[στρατόπεδον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δημόσια]] [[γνώμη]], καλή ή κακή, για ένα [[πρόσωπο]] και για τον χαρακτήρα του (α. «έχει πολύ καλή [[φήμη]] στη [[γειτονιά]]» β. «δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην<br />[[φήμη]] γάρ τε κακὴ πέλεται», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]]) η καλή [[γνώμη]] για κάποιον, [[αίγλη]] (α. «έχει [[μεγάλη]] [[φήμη]]» β. «κατὰ τὴν εὐδοξίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φήμην», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Φήμη</i><br /><b>μυθ.</b> αλληγορική [[μορφή]] της ελληνικής και της ρωμαϊκής μυθολογίας, που θεωρήθηκε προσωποίηση τών δημόσιων διαδόσεων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[ανεξέλεγκτος]] [[ισχυρισμός]] για πρόσωπα ή πράγματα, που διαδίδεται [[προφορικά]] ή και με όποιον [[άλλο]] τρόπο ως κρατούσα [[γνώμη]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φήμη]] και [[πελατεία]]»<br /><b>(οικον.)</b> η [[αξία]] μιας επιχείρησης [[πέραν]] τών υλικών και άυλων περιουσιακών της στοιχείων, η οποία [[είναι]] [[μέρος]] του «αέρα» και αποτελεί [[μορφή]] υπεραξίας της επιχείρησης<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> [[ευχή]] που ψάλλεται για επίσκοπο ο [[οποίος]] ιερουργεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φωνή]] ή [[λόγος]] άγνωστης προέλευσης και, [[κυρίως]], [[θείος]] [[λόγος]] προφητικού χαρακτήρα<br /><b>2.</b> [[προφητεία]] ή [[χρησμός]] που διατυπώνεται [[μετά]] από την [[ερμηνεία]] οιωνών, σημείων ή ονείρων («βληθεις ἐξέπλησε τοῦ ὀνείρου τὴν φήμην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> θεϊκό [[σημάδι]], [[οιωνός]] («φήμης [[ἕνεκα]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κάθε]] [[είδος]] λόγου («[[φήμη]] γε [[μέντοι]] [[δημόθρους]] μέγα στένει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> [[παράδοση]], [[μύθος]] (α. «ἀλλ' ἔστι [[φήμη]] κρείσσονας λύκους κυνῶν [[εἶναι]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ὅσους ἡ κοινὴ [[φήμη]] παραδέδωκεν [θεούς]», Φιλόδ.)<br /><b>6.</b> [[μήνυμα]], [[παραγγελία]]<br /><b>7.</b> (ο δωρ. τ. στον πληθ.) <i>αἱ φᾱμαι</i><br />οι επαινετικοί ύμνοι<br /><b>8.</b> <b>ως κύριο όν.</b> θεά, [[κόρη]] της Διαβολής, την οποία θεωρούσαν αγγελιαφόρο τών νικών<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φήμη]] λόγων»<br />(στην [[ποίηση]]) ([[κατά]] περίφρ.) οι λόγοι (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «[[φήμη]] ἀγαθή» — [[ευφημία]] (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φη</i>-/<i>φᾱ</i>- της απαθούς βαθμίδας του ρ. [[φημί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μη</i> / -<i>μᾱ</i> ([[πρβλ]]. [[γνώμη]], [[ῥώμη]], [[τόλμη]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 51: | Line 51: | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=ἡ [[profecía]], [[augurio]] τέλει πάσας χάριτας καὶ τὰς σὰς ἐνθέους φήμας <b class="b3">cumple todos los favores y tus divinos augurios</b> P IV 3170 | |esmgtx=ἡ [[profecía]], [[augurio]] τέλει πάσας χάριτας καὶ τὰς σὰς ἐνθέους φήμας <b class="b3">cumple todos los favores y tus divinos augurios</b> P IV 3170 | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[fama]]'', [[report]], [[rumor]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.11.2/ 1.11.2]. | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====utterance=== | |trtx====[[utterance]]=== | ||
Bulgarian: изказване, произнасяне; Catalan: articulació, expressió, pronunciació, discurs, enunciat; Czech: prohlášení, vyjádření, vyřčení, výrok; Dutch: [[uiting]], [[taaluiting]]; French: [[émission sonore]], [[articulation]], [[prononciation]], [[expression]], [[énoncé]], propos, parole, déclaration; Georgian: გამოთქმა, წარმოთქმა, თქმული, ნათქვამი; German: [[Äußerung]]; Kurdish Central Kurdish: وِتە; Latin: [[eloquium]], [[fatum]]; Malayalam: ഉച്ചരിക്കൽ, ഉച്ചാരണം; Maori: tātaku, kīanga; Polish: wypowiedź; Portuguese: [[enunciado]], [[expressão]], [[manifestação]]; Romanian: vorbi; Russian: [[высказывание]], [[выражение]], [[произнесение]]; Serbo-Croatian: iskaz; Spanish: [[enunciado]], [[discurso]], [[expresión]], [[articulación]], [[pronunciación]]; Swedish: yttrande; Turkish: konuşma, söyleme | Bulgarian: изказване, произнасяне; Catalan: articulació, expressió, pronunciació, discurs, enunciat; Czech: prohlášení, vyjádření, vyřčení, výrok; Dutch: [[uiting]], [[taaluiting]]; French: [[émission sonore]], [[articulation]], [[prononciation]], [[expression]], [[énoncé]], propos, parole, déclaration; Georgian: გამოთქმა, წარმოთქმა, თქმული, ნათქვამი; German: [[Äußerung]]; Kurdish Central Kurdish: وِتە; Latin: [[eloquium]], [[fatum]]; Malayalam: ഉച്ചരിക്കൽ, ഉച്ചാരണം; Maori: tātaku, kīanga; Polish: wypowiedź; Portuguese: [[enunciado]], [[expressão]], [[manifestação]]; Romanian: vorbi; Russian: [[высказывание]], [[выражение]], [[произнесение]]; Serbo-Croatian: iskaz; Spanish: [[enunciado]], [[discurso]], [[expresión]], [[articulación]], [[pronunciación]]; Swedish: yttrande; Turkish: konuşma, söyleme | ||
===rumour=== | ===[[rumour]]=== | ||
Arabic: إِشَاعَة; Assamese: উৰাবাতৰি; Azerbaijani: dedi-qodu; Belarusian: плётка; Bulgarian: мълва, слух; Burmese: ကောလာဟလ; Catalan: rumor; Chinese Mandarin: 傳聞, 传闻, 傳言, 传言; Czech: zvěst, drby; Danish: rygte, forlydende; Dutch: [[gerucht]]; Esperanto: onidiro; Finnish: huhu; French: [[rumeur]], [[bruit]]; German: [[Gerücht]]; Greek: [[φήμη]]; Ancient Greek: [[θροῦς]], [[φάτις]]; Hebrew: שְׁמוּעָה; Hindi: अफवाह, गप्प, अफ़वाह, अफवा; Hungarian: híresztelés, szóbeszéd; Indonesian: kabar burung, isu, kabar angin, desas-desus, rumor; Italian: [[voce]]; Japanese: 噂, 伝聞; Korean: 소문(所聞), 풍문(風聞); Latin: [[rumor]], [[auditus]]; Latvian: bauma; Lithuanian: gandas; Malay: khabar angin; Maltese: xniegħa; Maori: waha kau, wawara, kohimu, tūtara; Norwegian: rykte; Polish: pogłoska, plotka; Portuguese: [[rumor]], [[boato]]; Romanian: zvon, bârfă, rumoare; Russian: [[молва]], [[слух]], [[слухи]], [[толки]]; Scottish Gaelic: fathann; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀сина; Roman: glàsina; Slovene: govorica; Spanish: [[rumor]]; Swedish: rykte; Tagalog: sabi-sabi, tsismis, usap-usapan; Telugu: పుకారు; Thai: ข่าวลือ; Tibetan: དཀྲོག་གཏམ; Turkish: söylenti, rivayet; Ukrainian: чутка, слух; Vietnamese: tin đồn, lời đồn; Westrobothnian: snøk, fnyk, snöuk, glångk; Yiddish: פּליאָטקע, פּאָטש, שמועה, שלח־מנות | Arabic: إِشَاعَة; Assamese: উৰাবাতৰি; Azerbaijani: dedi-qodu; Belarusian: плётка; Bulgarian: мълва, слух; Burmese: ကောလာဟလ; Catalan: rumor; Chinese Mandarin: 傳聞, 传闻, 傳言, 传言; Czech: zvěst, drby; Danish: rygte, forlydende; Dutch: [[gerucht]]; Esperanto: onidiro; Finnish: huhu; French: [[rumeur]], [[bruit]]; German: [[Gerücht]]; Greek: [[φήμη]]; Ancient Greek: [[θροῦς]], [[φάτις]]; Hebrew: שְׁמוּעָה; Hindi: अफवाह, गप्प, अफ़वाह, अफवा; Hungarian: híresztelés, szóbeszéd; Indonesian: kabar burung, isu, kabar angin, desas-desus, rumor; Italian: [[voce]]; Japanese: 噂, 伝聞; Korean: 소문(所聞), 풍문(風聞); Latin: [[rumor]], [[auditus]]; Latvian: bauma; Lithuanian: gandas; Malay: khabar angin; Maltese: xniegħa; Maori: waha kau, wawara, kohimu, tūtara; Norwegian: rykte; Polish: pogłoska, plotka; Portuguese: [[rumor]], [[boato]]; Romanian: zvon, bârfă, rumoare; Russian: [[молва]], [[слух]], [[слухи]], [[толки]]; Scottish Gaelic: fathann; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀сина; Roman: glàsina; Slovene: govorica; Spanish: [[rumor]]; Swedish: rykte; Tagalog: sabi-sabi, tsismis, usap-usapan; Telugu: పుకారు; Thai: ข่าวลือ; Tibetan: དཀྲོག་གཏམ; Turkish: söylenti, rivayet; Ukrainian: чутка, слух; Vietnamese: tin đồn, lời đồn; Westrobothnian: snøk, fnyk, snöuk, glångk; Yiddish: פּליאָטקע, פּאָטש, שמועה, שלח־מנות | ||
}} | }} |