Anonymous

ἱππάσιμος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ἱππάσιμος
|Full diacritics=ἱππᾰ́σιμος
|Medium diacritics=ἱππάσιμος
|Medium diacritics=ἱππάσιμος
|Low diacritics=ιππάσιμος
|Low diacritics=ιππάσιμος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippasimos
|Transliteration C=ippasimos
|Beta Code=i(ppa/simos
|Beta Code=i(ppa/simos
|Definition=[ᾰ], η, ον, [[fit for horses]], [[fit for riding]], Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. [[ἄνιππος]], Hdt.2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; τὸ [[ἱππάσιμον]], i.e. τὸ [[πεδινός|πεδινόν]], X.HG7.2.12; τὰ ἱ. τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν Aen.Tact.8.4: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν [[ἄνεικος|ἀνεικὼς]] ἱππάσιμον [[allow]]ing himself to [[be ridden]] by [[flatterer]]s, Plu.Alex.23.
|Definition=[ᾰ], η, ον, [[fit for horses]], [[fit for riding]], [[suitable for horses]], [[fit to ride]], [[rideable]], [[one who can be maneuvered]], [[one who can be overpowered]], Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, opp. [[ἄνιππος]], [[Herodotus|Hdt.]]2.108, cf. 5.63,9.13, X. Cyr.1.4.14, Aen.Tact.6.6, Plb.10.49.5, Onos.31.1, etc.; [[τὸ ἱππάσιμον]], i.e. τὸ [[πεδινός|πεδινόν]] = [[ground suitable for cavalry]], X.HG7.2.12; τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας [[ἄνιππος|ἄνιππα]] ποιεῖν Aen.Tact.8.4: metaph., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν [[ἄνεικος|ἀνεικὼς]] ἱππάσιμον [[allow]]ing himself to [[be ridden]] by [[flatterer]]s, Plu.Alex.23.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> [[où l'on peut aller à cheval]] ; τὸ ἱππάσιμον XÉN terrain bon pour aller à cheval;<br /><b>2</b> [[qui se laisse monter comme un cheval]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> [[où l'on peut aller à cheval]] ; [[τὸ ἱππάσιμον]] XÉN [[terrain bon pour aller à cheval]];<br /><b>2</b> [[qui se laisse monter comme un cheval]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππάσιμος''': ᾰ, η, ον, ([[ἱππάζομαι]]) [[κατάλληλος]] πρὸς ἱππασίαν, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, ἀντίθ. τῷ [[ἄνιππος]] γέγονε, Ἡρόδ. 2. 108, πρβλ. 5. 63, 9. 13, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· τὸ ἱππάσιμον, δηλ. τὸ πεδινόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 12· - μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον, «ἀφήσας τὸν ἑαυτόν του νὰ τὸν καβαλλικεύσουν οἱ κόλακες», Πλουτ. Ἀλεξ. 23.
|lstext='''ἱππάσιμος''': ᾰ, η, ον, ([[ἱππάζομαι]]) [[κατάλληλος]] πρὸς ἱππασίαν, Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην, ἀντίθ. τῷ [[ἄνιππος]] γέγονε, Ἡρόδ. 2. 108, πρβλ. 5. 63, 9. 13, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 14· [[τὸ ἱππάσιμον]], δηλ. τὸ πεδινόν, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 7. 2, 12· - μεταφ., τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον, «ἀφήσας τὸν ἑαυτόν του νὰ τὸν καβαλλικεύσουν οἱ κόλακες», Πλουτ. Ἀλεξ. 23.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱππάσιμος]], -ασίμη, -ον) [[ιππάζομαι]]<br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποκύπτει στη [[δύναμη]] ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — [[αφού]] άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππάσιμον</i><br />το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν», Αιν.).
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἱππάσιμος]], -ασίμη, -ον) [[ιππάζομαι]]<br />(για [[τόπο]]) [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῦσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποκύπτει στη [[δύναμη]] ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῖς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς ἱππάσιμον» — [[αφού]] άφησε τον εαυτό του να τον κάνουν οι κόλακες ό,τι θέλουν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[τὸ ἱππάσιμον]]<br />το πεδινό («τὰ ἱππάσιμα τῆς χώρας ἄνιππα ποιεῖν», Αιν.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm