Anonymous

ἐπόπτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "\.(<br \/>'''Étymologie:'''.*)(<br \/><b>\[\[NT\]\]<\/b>: .*)\n}}" to ";$2.$1 }}")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπόπτης:''' -ου, ὁ ([[ἐπόψομαι]], μέλ. του [[ἐφοράω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]], [[ἐπόπτης]] πόνου, [[θεατής]], σε Αισχύλ.· ἐπ. [[τῶν]] στρατηγουμένων, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει εισαχθεί στα ανώτατα μυστήρια, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἐπόπτης:''' -ου, ὁ ([[ἐπόψομαι]], μέλ. του [[ἐφοράω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[επιστάτης]], [[επόπτης]], [[ἐπόπτης]] πόνου, [[θεατής]], σε Αισχύλ.· ἐπ. τῶν στρατηγουμένων, σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει εισαχθεί στα ανώτατα μυστήρια, σε Πλούτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj