Anonymous

πράσσω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+), ([\w\s'-äöüÄÖÜßÆæ]+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πράσσω]] (πράσσει, -[[ετε]], -οντι; -οι; -ων, -όντων; -ειν: fut. πράξει, -ειν: impf. ἔπρασσεν: aor. ἔπραξε(ν); πρᾶξον; πράξαις: pf. πέπρᾶγεν: med. πράσσοιτο: aor. πράξασθαι: [[pass]]. pf. πεπραγμένων.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[perform]], [[fulfil]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[τῶν]] δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ ἂν Χρόνος ὁ πάντων πατὴρ δύναιτο [[θέμεν]] ἔργων [[τέλος]] (O. 2.15) ὁ δ' ἐπαντέλλων [[χρόνος]] [[τοῦτο]] πράσσων μὴ κάμοι (O. 8.29) Ἀίδα [[τοι]] λάθεται [[ἄρμενα]] πράξαις [[ἀνήρ]] (O. 8.73) Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τἐκδώσομεν πράσσειν (O. 13.106) ὁ [[μέν]] που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν (P. 10.11) ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε ([[varia lectio|v.l.]] πράσσεται.) (N. 9.3) εἰ [[γάρ]] [[τις]] ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετάς (I. 6.11) med., ἔλπετο δ' [[οὐκέτι]] οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (''[[sc.]]'' Ἰάσονα: cf. Schr., (1923), 502; Wackernagel, Sprachl. Unters., 91) (P. 4.243) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> abs., [[function]], be [[active]] πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν [[σθένος]], βουλαῖσι δὲ [[φρήν]] (N. 1.26) εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων (''[[sc.]]'' ἡ [[ψυχή]]) fr. 131b. 3.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[effect]], [[bring]] [[about]] τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ (P. 2.40) μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον (N. 3.46) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> [[win]], [[earn]] ὥστ' ἐν [[τάχει]] ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν (N. 5.36) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν [[κλέος]] ἔπραξεν (“setzt einen Anspruch auf Ruhm durch,” Fränkel, W &amp; F., 362&#774;{2}) (I. 5.8) met., ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (O. 10.30) παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (''[[sc.]]'' τὸ καὶ πλουτεῖν καὶ ἐπαινεῖσθαι Σ.) (P. 3.115) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[exact]] c. acc. dupl. &amp; inf. στέφανοι πράσσοντί με [[τοῦτο]] [[χρέος]], φόρμιγγα συμμεῖξαι (O. 3.7) ἐμὲ δ' [[οὖν]] [[τις]] ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει [[χρέος]], [[αὖτις]] ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν [[δόξαν]] [[ἑῶν]] προγόνων (P. 9.104) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> εὖ [[πράσσω]], [[fare]] [[well]], [[prosper]] ξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν ἐσλοί (O. 4.4) εἰ δὲ σὺν πόνῳ [[τις]] εὖ πράσσοι (O. 11.4) ὁ δὲ [[Ῥαδάμανθυς]] εὖ πέπραγεν (P. 2.73) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> [[ἀντία]] [[πράσσω]], [[fare]] [[adversely]] “τὸ δὲ [[οἴκοθεν]] [[ἀντία]] πράξει” (P. 8.52) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> frag. ][[σφίσιν]] [[μάλα]] πρᾶξον [δι]καίως (Pae. 8.12)
|sltr=[[πράσσω]] (πράσσει, -[[ετε]], -οντι; -οι; -ων, -όντων; -ειν: fut. πράξει, -ειν: impf. ἔπρασσεν: aor. ἔπραξε(ν); πρᾶξον; πράξαις: pf. πέπρᾶγεν: med. πράσσοιτο: aor. πράξασθαι: [[pass]]. pf. πεπραγμένων.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[perform]], [[fulfil]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> τῶν δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ ἂν Χρόνος ὁ πάντων πατὴρ δύναιτο [[θέμεν]] ἔργων [[τέλος]] (O. 2.15) ὁ δ' ἐπαντέλλων [[χρόνος]] [[τοῦτο]] πράσσων μὴ κάμοι (O. 8.29) Ἀίδα [[τοι]] λάθεται [[ἄρμενα]] πράξαις [[ἀνήρ]] (O. 8.73) Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τἐκδώσομεν πράσσειν (O. 13.106) ὁ [[μέν]] που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν (P. 10.11) ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε ([[varia lectio|v.l.]] πράσσεται.) (N. 9.3) εἰ [[γάρ]] [[τις]] ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετάς (I. 6.11) med., ἔλπετο δ' [[οὐκέτι]] οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον (''[[sc.]]'' Ἰάσονα: cf. Schr., (1923), 502; Wackernagel, Sprachl. Unters., 91) (P. 4.243) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> abs., [[function]], be [[active]] πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν [[σθένος]], βουλαῖσι δὲ [[φρήν]] (N. 1.26) εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων (''[[sc.]]'' ἡ [[ψυχή]]) fr. 131b. 3.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> [[effect]], [[bring]] [[about]] τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ (P. 2.40) μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον (N. 3.46) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> [[win]], [[earn]] ὥστ' ἐν [[τάχει]] ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν (N. 5.36) ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι ποθεινὸν [[κλέος]] ἔπραξεν (“setzt einen Anspruch auf Ruhm durch,” Fränkel, W &amp; F., 362&#774;{2}) (I. 5.8) met., ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (O. 10.30) παύροις δὲ πράξασθ' εὐμαρές (''[[sc.]]'' τὸ καὶ πλουτεῖν καὶ ἐπαινεῖσθαι Σ.) (P. 3.115) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>c</b> [[exact]] c. acc. dupl. &amp; inf. στέφανοι πράσσοντί με [[τοῦτο]] [[χρέος]], φόρμιγγα συμμεῖξαι (O. 3.7) ἐμὲ δ' [[οὖν]] [[τις]] ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει [[χρέος]], [[αὖτις]] ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν [[δόξαν]] [[ἑῶν]] προγόνων (P. 9.104) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>d</b><br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>I</b> εὖ [[πράσσω]], [[fare]] [[well]], [[prosper]] ξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν ἐσλοί (O. 4.4) εἰ δὲ σὺν πόνῳ [[τις]] εὖ πράσσοι (O. 11.4) ὁ δὲ [[Ῥαδάμανθυς]] εὖ πέπραγεν (P. 2.73) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>II</b> [[ἀντία]] [[πράσσω]], [[fare]] [[adversely]] “τὸ δὲ [[οἴκοθεν]] [[ἀντία]] πράξει” (P. 8.52) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>e</b> frag. ][[σφίσιν]] [[μάλα]] πρᾶξον [δι]καίως (Pae. 8.12)
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πράσσω:''' Ιων. [[πρήσσω]], Αττ. [[πράττω]]· μέλ. <i>πράξω</i>, Ιων. <i>πρήξω</i>· αόρ. αʹ [[ἔπραξα]], Ιων. [[ἔπρηξα]]· παρακ. <i>πέπρᾱχα</i>, Ιων. [[πέπρηχα]]· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπράχει</i>· παρακ. βʹ <i>πέπρᾱγα</i>, Ιων. [[πέπρηγα]] — Μέσ., μέλ. <i>πράξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπραξάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>πραχθήσομαι</i>, <i>πεπράξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπράχθην]], παρακ. <i>πέπραγμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διέρχομαι]], <i>ἅλα πρήσσοντες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[πράσσω]] κέλευθον, [[εκτελώ]] [[οδοιπορία]], σε Όμηρ.· επίσης με γεν., <i>ἵναπρήσσωμεν ὁδοῖο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[πραγματοποιώ]], [[επιτελώ]], κάνω, στο ίδ.· [[οὔτι]] [[πράσσω]], δεν [[κατορθώνω]] [[τίποτα]], στο ίδ.· [[πράσσω]] δεσμόν, [[προξενώ]], [[υποκινώ]], [[επιτυγχάνω]] την [[υποδούλωση]] κάποιου, την [[επιβάλλω]] σε κάποιον, σε Πίνδ.· [[πράσσω]] [[ὥστε]], Λατ. efficere ut, σε Αισχύλ. — Παθ., πέπρακται [[τοὖργον]], στον ίδ.· τὰ [[πεπραγμένα]]</i>, Λατ. [[acta]], σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκτελώ]] [[επιτυχημένα]] μια [[ενέργεια]], τη [[φέρω]] εις [[πέρας]], είμαι [[επιτυχής]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ενεργώ]] με αυτό ή με τον [[άλλο]] τρόπο (πρβλ. [[ποιέω]] III), Νηρηΐδων τινὰ [[πράσσω]] ἄκοιτιν, σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[καταγίνομαι]], κάνω, είμαι απασχολημένος με, τὰ [[ἑαυτοῦ]] πράττειν, με απασχολούν τα δικά μου, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> <i>πράττειν τὰ [[πολιτικά]]</i>, <i>τὰ τῆς πόλεως</i>, [[καταγίνομαι]] με την [[πολιτική]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στη [[διοίκηση]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], απόλ., [[χωρίς]] καμία [[προσθήκη]], <i>ἱκανὸς πράττειν</i>, λέγεται για πολιτευόμενο, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> γενικά, [[διενεργώ]], [[διαπραγματεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[πράσσω]] Θηβαίοις τὰ πράγματα, [[διευθύνω]] τα πράγματα προς το [[συμφέρον]] τους, σε Δημ.· και στην Παθ., <i>τῷ Ἱπποκράτει τὰ πράγματα ἐπράττετο</i>, διαπραγματεύονταν διάφορα ζητήματα μαζί του, σε Θουκ.· [[αλλά]], <i>τὰ πράγματα</i> μπορεί να παραλείπεται, οἱ πράσσοντες [[αὐτῷ]], αυτοί που διαπραγματεύονται μαζί του, στον ίδ.· ομοίως, <i>πράσσειν πρόςτινα</i>, στον ίδ.· <i>ἔς τινα</i>, στον ίδ.· επίσης, [[πράσσω]] περὶ εἰρήνης, σε Ξεν.· <i>οἱ πράσσοντες</i>, προδότες, σε Θουκ.· επίσης, [[πράσσω]] [[ὅπως]] [[πόλεμος]] γένηται, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., τὴν ναῦν μὴ [[δεῦρο]] [[πλεῖν]] ἔπραττεν, σε Δημ. — Παθ., λέγεται για μυστικές ενέργειες, [[εἰ μή]] τι σὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετο, αν δεν είχε γίνει [[δωροδοκία]], σε Σοφ.· ἐπράσσετο προδόσιος [[πέρι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[πράττω]], Λατ. agere, <i>ἀρετάς</i>, σε Πίνδ.· <i>δίκαια ἢ ἄδικα</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[ενεργώ]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> αμτβ., βρίσκομαι σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]] ή [[περίσταση]], [[διατελώ]] ή [[διάκειμαι]] με αυτόν ή τον άλλον τρόπο, ὁ [[στόλος]] [[οὕτω]] ἔπρηξε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>εὖ</i> ή [[κακῶς]] πράττειν, βρίσκομαι ή [[διάκειμαι]] σε [[καλή]] ή άσχημη [[κατάσταση]], στον ίδ. κ.λπ.· [[πράττω]] [[καλῶς]], σε Αισχύλ.· [[εὐτυχῶς]], σε Σοφ.· [[πράσσω]] ὡς ἄριστα καὶ [[κάλλιστα]], σε Θουκ.· ο παρακ. βʹ <i>πέπρᾱγα</i> χρησιμ. [[συνήθως]] με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">V. 1.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>πράττειν τινά τι</i>, κάνω [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> πράττειν τινὰ [[ἀργύριον]], [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] χρήματα από κάποιον, σε Ηρόδ.· [[συχνά]] στην Αττ., λέγεται για δημοσίους υπαλλήλους, που εισπράττουν φόρους (πρβλ. [[εἰσπράσσω]], [[ἐκπράσσω]] III), σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, [[πράττω]] τι [[παρά]] τινος, [[αποκτώ]] ή [[απαιτώ]] από κάποιον, σε Ηρόδ.· μεταφ., φόνον [[πράσσω]], [[επιβάλλω]] [[τιμωρία]] για φόνο, εκδικούμαι, [[τιμωρώ]], σε Αισχύλ. — Παθ., πεπραγμένος τὸν [[φόρον]], έχοντας κληθεί να πληρώσει [[φόρο]], σε Θουκ. — Μέσ., πράξασθαί τινα [[ἀργύριον]], <i>χρήματα</i>, <i>μισθόν</i>, <i>τόκους</i>, να λαμβάνει [[κάποιος]] για τον εαυτό του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· φόρους πράσσεσθαι ἀπό ή ἐκ [[τῶν]] [[πόλεων]], σε Θουκ.· Παθ. παρακ. και υπερσ. με Μέσ. [[σημασία]], εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν [[δίκην]], εάν είχα [[απαίτηση]] να [[λάβω]] από αυτόν [[ολόκληρο]] το [[ποσό]], σε Δημ.
|lsmtext='''πράσσω:''' Ιων. [[πρήσσω]], Αττ. [[πράττω]]· μέλ. <i>πράξω</i>, Ιων. <i>πρήξω</i>· αόρ. αʹ [[ἔπραξα]], Ιων. [[ἔπρηξα]]· παρακ. <i>πέπρᾱχα</i>, Ιων. [[πέπρηχα]]· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπράχει</i>· παρακ. βʹ <i>πέπρᾱγα</i>, Ιων. [[πέπρηγα]] — Μέσ., μέλ. <i>πράξομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπραξάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>πραχθήσομαι</i>, <i>πεπράξομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐπράχθην]], παρακ. <i>πέπραγμαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διέρχομαι]], <i>ἅλα πρήσσοντες</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[πράσσω]] κέλευθον, [[εκτελώ]] [[οδοιπορία]], σε Όμηρ.· επίσης με γεν., <i>ἵναπρήσσωμεν ὁδοῖο</i>, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[κατορθώνω]], [[εκτελώ]], [[πραγματοποιώ]], [[επιτελώ]], κάνω, στο ίδ.· [[οὔτι]] [[πράσσω]], δεν [[κατορθώνω]] [[τίποτα]], στο ίδ.· [[πράσσω]] δεσμόν, [[προξενώ]], [[υποκινώ]], [[επιτυγχάνω]] την [[υποδούλωση]] κάποιου, την [[επιβάλλω]] σε κάποιον, σε Πίνδ.· [[πράσσω]] [[ὥστε]], Λατ. efficere ut, σε Αισχύλ. — Παθ., πέπρακται [[τοὖργον]], στον ίδ.· τὰ [[πεπραγμένα]]</i>, Λατ. [[acta]], σε Πίνδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[εκτελώ]] [[επιτυχημένα]] μια [[ενέργεια]], τη [[φέρω]] εις [[πέρας]], είμαι [[επιτυχής]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[ενεργώ]] με αυτό ή με τον [[άλλο]] τρόπο (πρβλ. [[ποιέω]] III), Νηρηΐδων τινὰ [[πράσσω]] ἄκοιτιν, σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[καταγίνομαι]], κάνω, είμαι απασχολημένος με, τὰ [[ἑαυτοῦ]] πράττειν, με απασχολούν τα δικά μου, σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> <i>πράττειν τὰ [[πολιτικά]]</i>, <i>τὰ τῆς πόλεως</i>, [[καταγίνομαι]] με την [[πολιτική]], [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στη [[διοίκηση]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], απόλ., [[χωρίς]] καμία [[προσθήκη]], <i>ἱκανὸς πράττειν</i>, λέγεται για πολιτευόμενο, σε Ξεν.<br /><b class="num">6.</b> γενικά, [[διενεργώ]], [[διαπραγματεύομαι]], [[κατορθώνω]], [[πράσσω]] Θηβαίοις τὰ πράγματα, [[διευθύνω]] τα πράγματα προς το [[συμφέρον]] τους, σε Δημ.· και στην Παθ., <i>τῷ Ἱπποκράτει τὰ πράγματα ἐπράττετο</i>, διαπραγματεύονταν διάφορα ζητήματα μαζί του, σε Θουκ.· [[αλλά]], <i>τὰ πράγματα</i> μπορεί να παραλείπεται, οἱ πράσσοντες [[αὐτῷ]], αυτοί που διαπραγματεύονται μαζί του, στον ίδ.· ομοίως, <i>πράσσειν πρόςτινα</i>, στον ίδ.· <i>ἔς τινα</i>, στον ίδ.· επίσης, [[πράσσω]] περὶ εἰρήνης, σε Ξεν.· <i>οἱ πράσσοντες</i>, προδότες, σε Θουκ.· επίσης, [[πράσσω]] [[ὅπως]] [[πόλεμος]] γένηται, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., τὴν ναῦν μὴ [[δεῦρο]] [[πλεῖν]] ἔπραττεν, σε Δημ. — Παθ., λέγεται για μυστικές ενέργειες, [[εἰ μή]] τι σὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετο, αν δεν είχε γίνει [[δωροδοκία]], σε Σοφ.· ἐπράσσετο προδόσιος [[πέρι]], σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[πράττω]], Λατ. agere, <i>ἀρετάς</i>, σε Πίνδ.· <i>δίκαια ἢ ἄδικα</i>, σε Πλάτ.· απόλ., [[ενεργώ]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">IV.</b> αμτβ., βρίσκομαι σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]] ή [[περίσταση]], [[διατελώ]] ή [[διάκειμαι]] με αυτόν ή τον άλλον τρόπο, ὁ [[στόλος]] [[οὕτω]] ἔπρηξε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>εὖ</i> ή [[κακῶς]] πράττειν, βρίσκομαι ή [[διάκειμαι]] σε [[καλή]] ή άσχημη [[κατάσταση]], στον ίδ. κ.λπ.· [[πράττω]] [[καλῶς]], σε Αισχύλ.· [[εὐτυχῶς]], σε Σοφ.· [[πράσσω]] ὡς ἄριστα καὶ [[κάλλιστα]], σε Θουκ.· ο παρακ. βʹ <i>πέπρᾱγα</i> χρησιμ. [[συνήθως]] με την [[ίδια]] [[σημασία]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">V. 1.</b> με [[διπλή]] αιτ. προσ. και πράγμ., <i>πράττειν τινά τι</i>, κάνω [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> πράττειν τινὰ [[ἀργύριον]], [[αποσπώ]], [[λαμβάνω]] χρήματα από κάποιον, σε Ηρόδ.· [[συχνά]] στην Αττ., λέγεται για δημοσίους υπαλλήλους, που εισπράττουν φόρους (πρβλ. [[εἰσπράσσω]], [[ἐκπράσσω]] III), σε Πλάτ. κ.λπ.· επίσης, [[πράττω]] τι [[παρά]] τινος, [[αποκτώ]] ή [[απαιτώ]] από κάποιον, σε Ηρόδ.· μεταφ., φόνον [[πράσσω]], [[επιβάλλω]] [[τιμωρία]] για φόνο, εκδικούμαι, [[τιμωρώ]], σε Αισχύλ. — Παθ., πεπραγμένος τὸν [[φόρον]], έχοντας κληθεί να πληρώσει [[φόρο]], σε Θουκ. — Μέσ., πράξασθαί τινα [[ἀργύριον]], <i>χρήματα</i>, <i>μισθόν</i>, <i>τόκους</i>, να λαμβάνει [[κάποιος]] για τον εαυτό του, σε Ηρόδ. κ.λπ.· φόρους πράσσεσθαι ἀπό ή ἐκ τῶν [[πόλεων]], σε Θουκ.· Παθ. παρακ. και υπερσ. με Μέσ. [[σημασία]], εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν [[δίκην]], εάν είχα [[απαίτηση]] να [[λάβω]] από αυτόν [[ολόκληρο]] το [[ποσό]], σε Δημ.
}}
}}
{{etym
{{etym