Anonymous

διεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[διεξελεύσομαι]], <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> ([[διά]], à travers) s'avancer à travers, acc.;<br /><b>II.</b> ([[διά]], jusqu’au bout);<br /><b>1</b> aller jusqu’au bout, parcourir tout au long : βίον PLAT traverser la vie ; πόνους SOPH traverser des épreuves pénibles ; διὰ πασῶν [[τῶν]] ζημιῶν THC traverser, <i>càd</i> parcourir toute la série des peines;<br /><b>2</b> parcourir par la parole, <i>càd</i> exposer en détail, acc.;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> s'avancer, passer <i>en parl. du temps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξέρχομαι]].
|btext=<i>f.</i> [[διεξελεύσομαι]], <i>etc.</i><br /><b>A.</b> <i>tr.</i> <b>I.</b> ([[διά]], à travers) s'avancer à travers, acc.;<br /><b>II.</b> ([[διά]], jusqu’au bout);<br /><b>1</b> aller jusqu’au bout, parcourir tout au long : βίον PLAT traverser la vie ; πόνους SOPH traverser des épreuves pénibles ; διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν THC traverser, <i>càd</i> parcourir toute la série des peines;<br /><b>2</b> parcourir par la parole, <i>càd</i> exposer en détail, acc.;<br /><b>B.</b> <i>intr.</i> s'avancer, passer <i>en parl. du temps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐξέρχομαι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διεξέρχομαι:''' μέλ. <i>-ελεύσομαι</i>, = [[διέξειμι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πηγαίνω]] [[ανάμεσα]], περνώ [[ανάμεσα]] και [[εξέρχομαι]], τὸ [[χωρίον]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διέρχομαι]] εντελώς, [[διέρχομαι]] από [[αρχή]] ως [[τέλος]], <i>πάντας φίλους</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· με μτχ., <i>δ. πωλέων</i>, [[ολοκληρώνω]] την [[πώληση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[διέρχομαι]] στη [[σειρά]] ή διαδοχικά· διὰ πάντων δ. [[τῶν]] παίδων, δηλ. σκοτώνοντας το ένα [[μετά]] το [[άλλο]], στον ίδ.· διὰ πασῶν [[τῶν]] ζημιῶν, δηλ. δοκιμάζοντας τη μια [[μετά]] την [[άλλη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[διέρχομαι]], [[εξηγώ]], [[εξετάζω]] με [[λεπτομέρεια]], [[εκθέτω]] με [[κάθε]] [[ακρίβεια]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[παρέρχομαι]], περνώ, [[διαβαίνω]], είμαι [[παρωχημένος]], λέγεται για χρόνο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφηγούμαι]], [[περιγράφω]], [[εκθέτω]] με [[σαφήνεια]], σε Δημ.
|lsmtext='''διεξέρχομαι:''' μέλ. <i>-ελεύσομαι</i>, = [[διέξειμι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[πηγαίνω]] [[ανάμεσα]], περνώ [[ανάμεσα]] και [[εξέρχομαι]], τὸ [[χωρίον]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διέρχομαι]] εντελώς, [[διέρχομαι]] από [[αρχή]] ως [[τέλος]], <i>πάντας φίλους</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· με μτχ., <i>δ. πωλέων</i>, [[ολοκληρώνω]] την [[πώληση]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[διέρχομαι]] στη [[σειρά]] ή διαδοχικά· διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, δηλ. σκοτώνοντας το ένα [[μετά]] το [[άλλο]], στον ίδ.· διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, δηλ. δοκιμάζοντας τη μια [[μετά]] την [[άλλη]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> [[διέρχομαι]], [[εξηγώ]], [[εξετάζω]] με [[λεπτομέρεια]], [[εκθέτω]] με [[κάθε]] [[ακρίβεια]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., [[παρέρχομαι]], περνώ, [[διαβαίνω]], είμαι [[παρωχημένος]], λέγεται για χρόνο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[αφηγούμαι]], [[περιγράφω]], [[εκθέτω]] με [[σαφήνεια]], σε Δημ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj