Anonymous

αἰσθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἰσθάνομαι:''' Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. <i>αἰσθανοίατο</i>· παρατ. [[ᾐσθανόμην]], μέλ. [[αἰσθήσομαι]], αόρ. βʹ [[ᾐσθόμην]]· αποθ. (<i>ἀΐω</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[κατανοώ]], [[προσλαμβάνω]] ή [[κατανοώ]] μέσω των αισθήσεών μου, [[βλέπω]], [[ακούω]], [[νιώθω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] με τον νου μου, [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], [[ακούω]], [[μαθαίνω]], [[συχνά]] στους Αττ.· απόλ., <i>αἰσθάνει</i>, Λατ. tenes, έχεις δίκιο, σε Ευρ.· συντάσσεται με γεν., [[αντιλαμβάνομαι]], [[λαμβάνω]] [[γνώση]] για [[κάτι]]· [[τῶν]] κακῶν, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., σε Σοφ. κ.λπ.· οι εξαρτημένες προτάσεις που βρίσκονται [[συνήθως]] με τη [[μορφή]] μετοχής που συμφωνεί με το [[υποκείμενο]]· [[αἰσθάνομαι]] κάμνων, σε Θουκ.· ή με το [[αντικείμενο]]· τυράννους ἐκπεσόντας [[ᾐσθόμην]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''αἰσθάνομαι:''' Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. <i>αἰσθανοίατο</i>· παρατ. [[ᾐσθανόμην]], μέλ. [[αἰσθήσομαι]], αόρ. βʹ [[ᾐσθόμην]]· αποθ. (<i>ἀΐω</i>)·<br /><b class="num">1.</b> [[αντιλαμβάνομαι]], [[κατανοώ]], [[προσλαμβάνω]] ή [[κατανοώ]] μέσω των αισθήσεών μου, [[βλέπω]], [[ακούω]], [[νιώθω]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[αντιλαμβάνομαι]] με τον νου μου, [[καταλαβαίνω]], [[εννοώ]], [[ακούω]], [[μαθαίνω]], [[συχνά]] στους Αττ.· απόλ., <i>αἰσθάνει</i>, Λατ. tenes, έχεις δίκιο, σε Ευρ.· συντάσσεται με γεν., [[αντιλαμβάνομαι]], [[λαμβάνω]] [[γνώση]] για [[κάτι]]· τῶν κακῶν, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., σε Σοφ. κ.λπ.· οι εξαρτημένες προτάσεις που βρίσκονται [[συνήθως]] με τη [[μορφή]] μετοχής που συμφωνεί με το [[υποκείμενο]]· [[αἰσθάνομαι]] κάμνων, σε Θουκ.· ή με το [[αντικείμενο]]· τυράννους ἐκπεσόντας [[ᾐσθόμην]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{etym
{{etym