3,274,216
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ") |
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δᾰσύς:'''[[δασεῖα]], [[δασύ]], Ιων. θηλ. [[δασέα]], αντίθ. προς το [[ψιλός]] με όλες τις σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[πυκνότριχος]], [[μαλλιαρός]], [[τριχωτός]], [[δασύτριχος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για νεαρούς λαγούς, [[χνουδωτός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με πυκνό [[φύλλωμα]], [[πυκνόφυλλος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], [[μαρούλι]] που έχει όλα του τα φύλλα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τόπους, αυτοί που έχουν πυκνή [[βλάστηση]] γεμάτη από θάμνους ή δέντρα, [[δασώδης]], [[δασωτός]], [[δασόφυτος]], στον ίδ.· διὰ | |lsmtext='''δᾰσύς:'''[[δασεῖα]], [[δασύ]], Ιων. θηλ. [[δασέα]], αντίθ. προς το [[ψιλός]] με όλες τις σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[πυκνότριχος]], [[μαλλιαρός]], [[τριχωτός]], [[δασύτριχος]], σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για νεαρούς λαγούς, [[χνουδωτός]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με πυκνό [[φύλλωμα]], [[πυκνόφυλλος]], σε Ομήρ. Οδ.· [[θρίδαξ]] [[δασέα]], [[μαρούλι]] που έχει όλα του τα φύλλα, σε Ηρόδ.· λέγεται για τόπους, αυτοί που έχουν πυκνή [[βλάστηση]] γεμάτη από θάμνους ή δέντρα, [[δασώδης]], [[δασωτός]], [[δασόφυτος]], στον ίδ.· διὰ τῶν δασέων, διαμέσου των δασών, σε Αριστοφ.· <i>δ. ὕλῃ</i>, πυκνόφυτος με δεντρύλλια υλοτομίας, σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν., <i>δασὺς δένδρων</i>, σε Ξεν.· <i>τὸ δασύ</i>, [[δασώδης]] [[χώρα]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |