3,277,241
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἴσω:''' [[ἔσω]], επίρρ. αντί <i>εἰς</i>, <i>ἐς</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μέσα σε, [[εντός]], απόλ., μήπού τις [[ἐπαγγείλῃσι]] καὶ [[εἴσω]], [[μήπως]] [[κάποιος]] μπορέσει και μεταφέρει τα [[νέα]] και μέσα στο [[σπίτι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[εἴσω]] ἀσπίδ' ἔαξε, την έσπασε, την χτύπησε [[ακόμη]] και στο εσωτερικό, [[ακόμη]] κι από μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[δῦναι]] δόμον [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] (ενν. <i>δόμον</i>), στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[ἔνδον]], εσωτερικά, μέσα σε, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., μένειν [[εἴσω]] δόμων, σε Αισχύλ.· [[εἴσω]] | |lsmtext='''εἴσω:''' [[ἔσω]], επίρρ. αντί <i>εἰς</i>, <i>ἐς</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μέσα σε, [[εντός]], απόλ., μήπού τις [[ἐπαγγείλῃσι]] καὶ [[εἴσω]], [[μήπως]] [[κάποιος]] μπορέσει και μεταφέρει τα [[νέα]] και μέσα στο [[σπίτι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[εἴσω]] ἀσπίδ' ἔαξε, την έσπασε, την χτύπησε [[ακόμη]] και στο εσωτερικό, [[ακόμη]] κι από μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[δῦναι]] δόμον [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] (ενν. <i>δόμον</i>), στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[ἔνδον]], εσωτερικά, μέσα σε, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., μένειν [[εἴσω]] δόμων, σε Αισχύλ.· [[εἴσω]] τῶν ὅπλων, [[ανάμεσα]] στους [[βαριά]] οπλισμένους στρατιώτες, δηλ. περικυκλωμένος από αυτούς, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |