Anonymous

εἴσω: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  9 December 2022
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
mNo edit summary
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἴσω:''' [[ἔσω]], επίρρ. αντί <i>εἰς</i>, <i>ἐς</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μέσα σε, [[εντός]], απόλ., μήπού τις [[ἐπαγγείλῃσι]] καὶ [[εἴσω]], [[μήπως]] [[κάποιος]] μπορέσει και μεταφέρει τα [[νέα]] και μέσα στο [[σπίτι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[εἴσω]] ἀσπίδ' ἔαξε, την έσπασε, την χτύπησε [[ακόμη]] και στο εσωτερικό, [[ακόμη]] κι από μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[δῦναι]] δόμον [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] (ενν. <i>δόμον</i>), στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[ἔνδον]], εσωτερικά, μέσα σε, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., μένειν [[εἴσω]] δόμων, σε Αισχύλ.· [[εἴσω]] [[τῶν]] ὅπλων, [[ανάμεσα]] στους [[βαριά]] οπλισμένους στρατιώτες, δηλ. περικυκλωμένος από αυτούς, σε Ξεν.
|lsmtext='''εἴσω:''' [[ἔσω]], επίρρ. αντί <i>εἰς</i>, <i>ἐς</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> μέσα σε, [[εντός]], απόλ., μήπού τις [[ἐπαγγείλῃσι]] καὶ [[εἴσω]], [[μήπως]] [[κάποιος]] μπορέσει και μεταφέρει τα [[νέα]] και μέσα στο [[σπίτι]], σε Ομήρ. Οδ.· [[εἴσω]] ἀσπίδ' ἔαξε, την έσπασε, την χτύπησε [[ακόμη]] και στο εσωτερικό, [[ακόμη]] κι από μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[δῦναι]] δόμον [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[Ἄϊδος]] [[εἴσω]] (ενν. <i>δόμον</i>), στο ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> = [[ἔνδον]], εσωτερικά, μέσα σε, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., μένειν [[εἴσω]] δόμων, σε Αισχύλ.· [[εἴσω]] τῶν ὅπλων, [[ανάμεσα]] στους [[βαριά]] οπλισμένους στρατιώτες, δηλ. περικυκλωμένος από αυτούς, σε Ξεν.
}}
}}
{{etym
{{etym