Anonymous

καταχέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "τί τιν" to "τί τιν")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, αόρ. αʹ <i>κατέχεα</i>, Επικ. [[κατέχευα]] — Παθ., γʹ ενικ. και πληθ. Επικ. αορ. βʹ <i>κατέχῠτο</i>, [[κατέχυντο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιχύνω]], [[ρίχνω]] από πάνω, <i>τίτινι</i>, σε Όμηρ.·επίσης, <i>κατ. τί τινος</i>, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., κατὰ [[τοῖν]] κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται, [[λίγος]] ύπνος χύνεται, ρίχνεται πάνω στα μάτια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] ή [[επιχέω]], σε Όμηρ.· [[ρίχνω]] ή [[επιρρίπτω]], στον ίδ.· [[πέπλον]] κατέχευεν ἐπ' οὔδει, άφησε το [[μανδύα]] να πέσει στο [[πάτωμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., περιχύνομαι στο [[έδαφος]], βρίσκομαι σε σωρούς, ὁ [[χῶρος]], <i>ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι</i> ([[τῶν]] [[ὀφίων]]) <i>κατακεχύαται</i> (Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ.), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[λιώνω]], [[τήκω]], <i>χρυσὸν ἐς πίθους</i>, στον ίδ.· και στη Μέσ., <i>χρυσὸν καταχέασθαι</i>, έχοντας τον λιωμένο, στον ίδ.
|lsmtext='''καταχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, αόρ. αʹ <i>κατέχεα</i>, Επικ. [[κατέχευα]] — Παθ., γʹ ενικ. και πληθ. Επικ. αορ. βʹ <i>κατέχῠτο</i>, [[κατέχυντο]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[περιχύνω]], [[ρίχνω]] από πάνω, <i>τίτινι</i>, σε Όμηρ.·επίσης, <i>κατ. τί τινος</i>, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., κατὰ [[τοῖν]] κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται, [[λίγος]] ύπνος χύνεται, ρίχνεται πάνω στα μάτια, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ρίχνω]] ή [[επιχέω]], σε Όμηρ.· [[ρίχνω]] ή [[επιρρίπτω]], στον ίδ.· [[πέπλον]] κατέχευεν ἐπ' οὔδει, άφησε το [[μανδύα]] να πέσει στο [[πάτωμα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> Παθ., περιχύνομαι στο [[έδαφος]], βρίσκομαι σε σωρούς, ὁ [[χῶρος]], <i>ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι</i> (τῶν [[ὀφίων]]) <i>κατακεχύαται</i> (Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ.), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[λιώνω]], [[τήκω]], <i>χρυσὸν ἐς πίθους</i>, στον ίδ.· και στη Μέσ., <i>χρυσὸν καταχέασθαι</i>, έχοντας τον λιωμένο, στον ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls