Anonymous

διαρρέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαρρεύσομαι, <i>ao.2</i> [[διερρύην]], <i>pf.</i> [[διερρύηκα]];<br /><b>I.</b> ([[διά]], en séparant);<br /><b>1</b> <i>litt.</i> couler de côté et d'autre ; se dissoudre, s'échapper, se perdre ; <i>en parl. de pers.</i> être épuisé : ὑπὸ μαλακίας PLUT par la mollesse ; δ. [[τῷ]] βίῳ ÉL mener une vie dissolue;<br /><b>2</b> [[se répandre de côté et d'autre]];<br /><b>3</b> si distendre : χείλη διερρυηκότα, les lèvres écartées, la bouche bée;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers);<br /><b>1</b> [[couler à travers]];<br /><b>2</b> [[suinter]] ; <i>en parl. d'un navire</i> faire eau;<br /><b>3</b> [[couler]] <i>ou</i> glisser à travers : [[τῶν]] [[χειρῶν]] LUC à travers les mains ; διὰ [[τῶν]] δακτύλων LUC à travers les doigts.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥέω]].
|btext=<i>f.</i> διαρρεύσομαι, <i>ao.2</i> [[διερρύην]], <i>pf.</i> [[διερρύηκα]];<br /><b>I.</b> ([[διά]], en séparant);<br /><b>1</b> <i>litt.</i> couler de côté et d'autre ; se dissoudre, s'échapper, se perdre ; <i>en parl. de pers.</i> être épuisé : ὑπὸ μαλακίας PLUT par la mollesse ; δ. [[τῷ]] βίῳ ÉL mener une vie dissolue;<br /><b>2</b> [[se répandre de côté et d'autre]];<br /><b>3</b> si distendre : χείλη διερρυηκότα, les lèvres écartées, la bouche bée;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers);<br /><b>1</b> [[couler à travers]];<br /><b>2</b> [[suinter]] ; <i>en parl. d'un navire</i> faire eau;<br /><b>3</b> [[couler]] <i>ou</i> glisser à travers : τῶν [[χειρῶν]] LUC à travers les mains ; διὰ τῶν δακτύλων LUC à travers les doigts.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαρρέω:''' μέλ. <i>διαρ-ρεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>δι-ερρύην</i>, παρακ. <i>δι-ερρύηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω [[ανάμεσα]], δια μέσου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διολισθαίνω]], [[ξεγλιστρώ]], [[τῶν]] [[χειρῶν]], σε Λουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[πλοίο]], έχω [[διαρροή]], [[βάζω]] νερά, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">5.</b> <i>χείλη διερρυηκότα</i>, με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαρρέω]] όπως το [[νερό]], εξαφανίζομαι ή φθείρομαι, <i>χάριςδιαρρεῖ</i>, σε Σοφ.· λέγεται για κάποιον που νοσεί, [[ιδροκοπώ]], σε Αριστοφ.· λέγεται για χρήματα, ξοδεύομαι, σε Δημ.
|lsmtext='''διαρρέω:''' μέλ. <i>διαρ-ρεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>δι-ερρύην</i>, παρακ. <i>δι-ερρύηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω [[ανάμεσα]], δια μέσου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διολισθαίνω]], [[ξεγλιστρώ]], τῶν [[χειρῶν]], σε Λουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[πλοίο]], έχω [[διαρροή]], [[βάζω]] νερά, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">5.</b> <i>χείλη διερρυηκότα</i>, με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαρρέω]] όπως το [[νερό]], εξαφανίζομαι ή φθείρομαι, <i>χάριςδιαρρεῖ</i>, σε Σοφ.· λέγεται για κάποιον που νοσεί, [[ιδροκοπώ]], σε Αριστοφ.· λέγεται για χρήματα, ξοδεύομαι, σε Δημ.
}}
}}
{{ls
{{ls