3,274,159
edits
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν") |
|||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καθίστημι:''' Με μτβ. [[σημασία]]· στην Ενεργ., ενεστ., παρατ., μέλ.· στην Μέσ., αόρ. αʹ και μερικές φορές ενεστ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[στήνω]], [[εγκαθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[νῆα]] κατάστησον, σταμάτησέ το, φέρτο προς την [[ξηρά]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. [[δίφρον]], τον τοποθέτησε, τον στάθμευσε, [[πριν]] από την [[έναρξη]] της αρματοδρομίας, σε Σοφ. — Μέσ., ([[λαῖφος]]) <i>κατεστήσαντο</i>, στερέωσαν τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]], [[εγκαθιστώ]] σ' ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[επαναφέρω]], ἐς [[φῶς]] σὸν κατ. βίον, σε Ευρ. — Παθ., οὐκ ἂν [[χάρις]] καθίσταιτο, δεν θα αναγνωρίζονταν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]] ενώπιον άρχοντα ή βασιλιά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[τοποθετώ]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]], [[τοποθετώ]] αυτούς ως [[φρουρά]], ως φύλακες, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[προστάζω]], [[διορίζω]], [[τοποθετώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέσ. αόρ. αʹ, [[διορίζω]] τον εαυτό μου, ορίζομαι, [[ιδρύω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. <b>β)</b> [[ιδίως]], λέγεται για πολιτικές εισηγήσεις, [[ιδρύω]], [[νομοθετώ]], [[εισάγω]], <i>νόμους</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>κατ. πολιτείαν</i>, Λατ. constituere rempublicam, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., [[φρούρημα]] γῆςκαθίσταμαι, σε Αισχύλ.· <i>καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] κάποιον σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τινα ἐς ἀπόνοιαν</i>, <i>ἐς φόβον</i>, <i>ἐς ἀπορίαν</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>κ. τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ</i>, σε Ξεν.· επίσης, <i>κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν</i>, [[θέτω]] τον εαυτό μου στην [[κρίση]] των άλλων, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιου είδους, κ. τινα [[ψευδῆ]], σε Σοφ.· <i>ἄπιστον</i>, σε Θουκ.· [[σπανίως]] με απαρ., <i>καθ. τινα φεύγειν</i>, κάνω κάποιον να το βάλει στα πόδια, να τραπεί σε [[φυγή]], στον ίδ. — Μέσ., <i>τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων</i>, [[βγάζω]] τα προς το ζην μέσω ανόσιων, ανίερων πράξεων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> κάνω, [[εξακολουθώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. <b>Β.</b> αμτβ. σε Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. (επίσης με μέλ. [[καθεστήξω]]), και σε όλους τους χρόνους της Μέσ. ([[εκτός]] από τον αόρ. αʹ) και σε όλους της Παθ.· <b>1. α)</b> τίθεμαι, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, [[φθάνω]], <i>ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. <b>β)</b> [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[στέκομαι]] ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι ως [[φρουρός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· διορίζομαι, [[γίνομαι]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]], είμαι [[γαλήνιος]], [[στάσιμος]], λέγεται για το [[νερό]], σε Αριστοφ.· ομοίως επίσης, [[πνεῦμα]] καθεστηκός, στον ίδ.· ὁ [[θόρυβος]] κατέστη, έπεσε, μειώθηκε, ελαττώθηκε, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται και για πρόσωπα, <i>καταστάς</i>, [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], σε Αισχύλ.· ἡ καθεστηκυῖα [[ἡλικία]], η [[μέση]] [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> σε παρακ., [[έρχομαι]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[γίνομαι]], και σε αόρ. βʹ και υπερσ., είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταστάντων εὖ | |lsmtext='''καθίστημι:''' Με μτβ. [[σημασία]]· στην Ενεργ., ενεστ., παρατ., μέλ.· στην Μέσ., αόρ. αʹ και μερικές φορές ενεστ.·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[στήνω]], [[εγκαθιστώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[νῆα]] κατάστησον, σταμάτησέ το, φέρτο προς την [[ξηρά]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. [[δίφρον]], τον τοποθέτησε, τον στάθμευσε, [[πριν]] από την [[έναρξη]] της αρματοδρομίας, σε Σοφ. — Μέσ., ([[λαῖφος]]) <i>κατεστήσαντο</i>, στερέωσαν τα πανιά, σε Ομηρ. Ύμν.<br /><b class="num">2.</b> [[τακτοποιώ]], [[εγκαθιστώ]] σ' ένα [[μέρος]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· [[επαναφέρω]], ἐς [[φῶς]] σὸν κατ. βίον, σε Ευρ. — Παθ., οὐκ ἂν [[χάρις]] καθίσταιτο, δεν θα αναγνωρίζονταν, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]] ενώπιον άρχοντα ή βασιλιά, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για στρατιώτες, [[τοποθετώ]] στη [[σειρά]], [[παρατάσσω]], [[τοποθετώ]] αυτούς ως [[φρουρά]], ως φύλακες, σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[προστάζω]], [[διορίζω]], [[τοποθετώ]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· Μέσ. αόρ. αʹ, [[διορίζω]] τον εαυτό μου, ορίζομαι, [[ιδρύω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. <b>β)</b> [[ιδίως]], λέγεται για πολιτικές εισηγήσεις, [[ιδρύω]], [[νομοθετώ]], [[εισάγω]], <i>νόμους</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>κατ. πολιτείαν</i>, Λατ. constituere rempublicam, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως και στη Μέσ., [[φρούρημα]] γῆςκαθίσταμαι, σε Αισχύλ.· <i>καθίστατο τὰ περὶ τὴν Μυτιλήνην</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] κάποιον σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κατ. δῆμον ἐς μοναρχίαν</i>, σε Ευρ.· <i>κ. τινα ἐς ἀπόνοιαν</i>, <i>ἐς φόβον</i>, <i>ἐς ἀπορίαν</i>, σε Θουκ.· ομοίως, <i>κ. τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ</i>, σε Ξεν.· επίσης, <i>κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν</i>, [[θέτω]] τον εαυτό μου στην [[κρίση]] των άλλων, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> κάνω ή [[καθιστώ]] κάποιον τέτοιου είδους, κ. τινα [[ψευδῆ]], σε Σοφ.· <i>ἄπιστον</i>, σε Θουκ.· [[σπανίως]] με απαρ., <i>καθ. τινα φεύγειν</i>, κάνω κάποιον να το βάλει στα πόδια, να τραπεί σε [[φυγή]], στον ίδ. — Μέσ., <i>τὴν ναυμαχίαν πεζομαχίαν καθίστασθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">5.</b> <i>τὴν ζόην καταστήσασθαι ἀπ' ἔργων ἀνοσιωτάτων</i>, [[βγάζω]] τα προς το ζην μέσω ανόσιων, ανίερων πράξεων, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> κάνω, [[εξακολουθώ]], σε Αισχύλ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ. <b>Β.</b> αμτβ. σε Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ. (επίσης με μέλ. [[καθεστήξω]]), και σε όλους τους χρόνους της Μέσ. ([[εκτός]] από τον αόρ. αʹ) και σε όλους της Παθ.· <b>1. α)</b> τίθεμαι, τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, [[φθάνω]], <i>ἐς τόπον</i>, σε Ηρόδ., Σοφ. <b>β)</b> [[παρουσιάζομαι]] [[μπροστά]] σε κάποιον, [[στέκομαι]] ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· καταστὰς ἐπὶ τὸ [[πλῆθος]] ἔλεγε, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι ως [[φρουρός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· διορίζομαι, [[γίνομαι]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[ησυχάζω]], [[ηρεμώ]], είμαι [[γαλήνιος]], [[στάσιμος]], λέγεται για το [[νερό]], σε Αριστοφ.· ομοίως επίσης, [[πνεῦμα]] καθεστηκός, στον ίδ.· ὁ [[θόρυβος]] κατέστη, έπεσε, μειώθηκε, ελαττώθηκε, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται και για πρόσωπα, <i>καταστάς</i>, [[ήρεμος]], [[ήσυχος]], σε Αισχύλ.· ἡ καθεστηκυῖα [[ἡλικία]], η [[μέση]] [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> σε παρακ., [[έρχομαι]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], [[γίνομαι]], και σε αόρ. βʹ και υπερσ., είμαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· καταστάντων εὖ τῶν πρηγμάτων, [[καλώς]] εχόντων των πραγμάτων, στον ίδ.· <i>τίνι τρόπῳ καθέστατε;</i> με ποιο τρόπο ήρθατε; σε Σοφ.· <i>ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου</i> (ενν. <i>τοῦ πολέμου</i>), από το ξεκίνημά του, από την [[αρχή]] του, σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> θεσπίζομαι, εισάγομαι ή ιδρύομαι, [[επικρατώ]], [[υπάρχω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ως μτχ. παρακ., αυτός που είναι, αυτός που υπάρχει, που υφίσταται, που είναι θεσπισμένος, αυτός που επικρατεί, τὸν [[νῦν]] κατεστεῶτα κόσμον, στον ίδ.· <i>οἱ καθεστῶτες νόμοι</i>, σε Σοφ.· τὰ [[καθεστῶτα]], η παρούσα [[κατάσταση]] των πραγμάτων στην [[ζωή]], στον ίδ.· ομοίως και, <i>τὰ κατεστεῶτα</i>, οι υπάρχοντες νόμοι, τα καθεστώτα ήθη κι έθιμα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> Παθ., [[αντιτίθεμαι]], [[εναντιώνομαι]], Τιτήνεσσι [[κατέσταθεν]], σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |