Anonymous

μεταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μεταλήψομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> [[prendre]] <i>ou</i> recevoir sa part de, gén. ; <i>avec l'acc.</i> recevoir pour sa part : τὸ πέμπτον [[μέρος]] [[τῶν]] ψήφων PLAT obtenir la 5ᵉ partie des suffrages;<br /><b>2</b> [[prendre]] <i>ou</i> recevoir après un autre;<br /><b>3</b> prendre la place de, changer, échanger : [[ἱμάτιον]] XÉN changer de vêtement;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεταλαμβάνομαι]] <i>seul. prés.</i> réclamer comme sien, revendiquer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[λαμβάνω]].
|btext=<i>f.</i> μεταλήψομαι, <i>etc.</i><br /><b>1</b> [[prendre]] <i>ou</i> recevoir sa part de, gén. ; <i>avec l'acc.</i> recevoir pour sa part : τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν ψήφων PLAT obtenir la 5ᵉ partie des suffrages;<br /><b>2</b> [[prendre]] <i>ou</i> recevoir après un autre;<br /><b>3</b> prendre la place de, changer, échanger : [[ἱμάτιον]] XÉN changer de vêtement;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μεταλαμβάνομαι]] <i>seul. prés.</i> réclamer comme sien, revendiquer, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[λαμβάνω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταλαμβάνω:''' μελ. -[[λήψομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω ή [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], είμαι [[μέτοχος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., <i>μεταλαμβάνεσθαί τινος</i>, [[αποκτώ]] [[κυριότητα]], [[εγείρω]] [[αξίωση]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδιο]] που λαμβάνεται, συμπληρώνεται πολλές φορές με αιτ., [[μεταλαμβάνω]] μοῖραν ή [[μέρος]] τινός, σε Ευρ. κ.λπ.· [[μεταλαμβάνω]] τὸ πέμπτον [[μέρος]] [[τῶν]] [[ψήφων]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. προσ., μοιράζομαι τη [[συντροφιά]] του, σε Ξεν.· με αρνητική [[σημασία]], [[θεωρώ]] κάποιον ένοχο, [[κατηγορώ]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ακολουθώ]] κάποιον, τον [[διαδέχομαι]], με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[παίρνω]] ως [[αντάλλαγμα]], [[υποκαθιστώ]], <i>πόλεμον ἀντ' εἰρήνης</i>, σε Θουκ.· [[μεταλαμβάνω]] τὰ ἐπιτηδεύματα, [[υιοθετώ]] [[νέες]] συνήθειες, στον ίδ.· ἱμάτια [[μεταλαμβάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ανταλλάσσω]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μεταλαμβάνω:''' μελ. -[[λήψομαι]],<br /><b class="num">I. 1.</b> έχω ή [[λαμβάνω]] [[μερίδιο]] από [[κάτι]], είμαι [[μέτοχος]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ηρόδ. κ.λπ. — Μέσ., <i>μεταλαμβάνεσθαί τινος</i>, [[αποκτώ]] [[κυριότητα]], [[εγείρω]] [[αξίωση]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μερίδιο]] που λαμβάνεται, συμπληρώνεται πολλές φορές με αιτ., [[μεταλαμβάνω]] μοῖραν ή [[μέρος]] τινός, σε Ευρ. κ.λπ.· [[μεταλαμβάνω]] τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. προσ., μοιράζομαι τη [[συντροφιά]] του, σε Ξεν.· με αρνητική [[σημασία]], [[θεωρώ]] κάποιον ένοχο, [[κατηγορώ]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ακολουθώ]] κάποιον, τον [[διαδέχομαι]], με αιτ., σε Ξεν.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[παίρνω]] ως [[αντάλλαγμα]], [[υποκαθιστώ]], <i>πόλεμον ἀντ' εἰρήνης</i>, σε Θουκ.· [[μεταλαμβάνω]] τὰ ἐπιτηδεύματα, [[υιοθετώ]] [[νέες]] συνήθειες, στον ίδ.· ἱμάτια [[μεταλαμβάνω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ανταλλάσσω]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj