Anonymous

μεταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] με διαφορετικό τρόπο (σε [[άλλο]] [[μέρος]]), [[υφίσταμαι]] μια [[αλλαγή]], [[μεταπίπτω]] τὸ [[εἶδος]], σε Ηρόδ., εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]], σε Πλάτ.· επίσης, [[αλλάζω]] αιφνιδίως [[γνώμη]], σε Ευρ., Αριστοφ.· εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον [[τῶν]] [[ψήφων]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]], [[ιδίως]] προς το χειρότερο, <i>μεταπίπτοντος δαίμονος</i>, εάν η [[τύχη]] αλλάξει προς το χειρότερο, σε Ευρ.· [[σπανίως]] προς το καλύτερο, στον ίδ.· λέγεται για πολιτικές μεταβολές, [[διέρχομαι]] [[μεταβολή]] ή [[επανάσταση]], σε Θουκ.
|lsmtext='''μεταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[πέφτω]] με διαφορετικό τρόπο (σε [[άλλο]] [[μέρος]]), [[υφίσταμαι]] μια [[αλλαγή]], [[μεταπίπτω]] τὸ [[εἶδος]], σε Ηρόδ., εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]], σε Πλάτ.· επίσης, [[αλλάζω]] αιφνιδίως [[γνώμη]], σε Ευρ., Αριστοφ.· εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]], [[ιδίως]] προς το χειρότερο, <i>μεταπίπτοντος δαίμονος</i>, εάν η [[τύχη]] αλλάξει προς το χειρότερο, σε Ευρ.· [[σπανίως]] προς το καλύτερο, στον ίδ.· λέγεται για πολιτικές μεταβολές, [[διέρχομαι]] [[μεταβολή]] ή [[επανάσταση]], σε Θουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br /><b class="num">1.</b> to [[fall]] [[differently]], [[undergo]] a [[change]], μ. τὸ [[εἶδος]] Hdt., or εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]] Plat.: also, to [[change]] one's [[opinion]] [[suddenly]], Eur., Ar.; εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]] Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[change]], esp. for the [[worse]], μεταπίπτοντος δαίμονος if [[fortune]] changes, Eur.; [[rarely]] for the [[better]], Eur.:—of [[political]] changes, to [[undergo]] [[change]] or [[revolution]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br /><b class="num">1.</b> to [[fall]] [[differently]], [[undergo]] a [[change]], μ. τὸ [[εἶδος]] Hdt., or εἰς [[ἄλλο]] [[εἶδος]] Plat.: also, to [[change]] one's [[opinion]] [[suddenly]], Eur., Ar.; εἰ [[τρεῖς]] μόναι μετέπεσον τῶν [[ψήφων]] Plat.<br /><b class="num">2.</b> to [[change]], esp. for the [[worse]], μεταπίπτοντος δαίμονος if [[fortune]] changes, Eur.; [[rarely]] for the [[better]], Eur.:—of [[political]] changes, to [[undergo]] [[change]] or [[revolution]], Thuc.
}}
}}