Anonymous

νεώτερος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεώτερος:''' -α, -ον, συγκρ. του [[νέος]],<br /><b class="num">I. 1.</b> νεότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· <i>οἱ νεώτεροι</i>, η νεότερη [[γενιά]] [[ανδρών]], άνδρες σε στρατεύσιμη [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάρα]] [[πολύ]] [[νέος]], σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., οἱ νεώτεροι [[τῶν]] πραγμάτων, εκείνοι που είναι [[πολύ]] νέοι για να θυμούνται τα γεγονότα, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για γεγονότα, νεότερος, πιο [[πρόσφατος]], σε Πίνδ.· μεταφ., [[έσχατος]], [[χειρότερος]], σε Σοφ.· <i>νεώτερα</i> (μόνο του), Λατ. gravius [[quid]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>μή τί νεώτερον ἀγγέλλεις;</i>, σε Πλάτ.· <i>νεώτερα βουλεύειν</i> ή ποιεῖν [[περί]] τινος, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πολιτικές μεταβολές, <i>νεώτερόν τι</i>, [[νεωτερισμός]], επαναστατικό [[κίνημα]], σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''νεώτερος:''' -α, -ον, συγκρ. του [[νέος]],<br /><b class="num">I. 1.</b> νεότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· <i>οἱ νεώτεροι</i>, η νεότερη [[γενιά]] [[ανδρών]], άνδρες σε στρατεύσιμη [[ηλικία]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[πάρα]] [[πολύ]] [[νέος]], σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων, εκείνοι που είναι [[πολύ]] νέοι για να θυμούνται τα γεγονότα, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για γεγονότα, νεότερος, πιο [[πρόσφατος]], σε Πίνδ.· μεταφ., [[έσχατος]], [[χειρότερος]], σε Σοφ.· <i>νεώτερα</i> (μόνο του), Λατ. gravius [[quid]], σε Ηρόδ., Αττ.· <i>μή τί νεώτερον ἀγγέλλεις;</i>, σε Πλάτ.· <i>νεώτερα βουλεύειν</i> ή ποιεῖν [[περί]] τινος, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πολιτικές μεταβολές, <i>νεώτερόν τι</i>, [[νεωτερισμός]], επαναστατικό [[κίνημα]], σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεώτερος]], η, ον [comp. of [[νέος]]<br /><b class="num">I.</b> younger, Il., Soph.:— οἱ νεώτεροι the younger [[sort]], men of [[military]] age, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> too [[young]], Od.:—c. gen., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων those who are too [[young]] to [[remember]] the events, Dem.<br /><b class="num">II.</b> of events, newer, [[later]], Pind.: metaph. [[later]], [[worse]], Soph.; νεώτερα [[alone]], Lat. gravius [[quid]], Hdt., [[attic]]; μῶν τι ν. ἀγγέλλεις; Plat.; νεώτερα βουλεύειν or ποιεῖν [[περί]] τινος Hdt., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> of [[political]] changes, νεώτερόν τι, an [[innovation]], [[revolutionary]] [[movement]], Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=[[νεώτερος]], η, ον [comp. of [[νέος]]<br /><b class="num">I.</b> younger, Il., Soph.:— οἱ νεώτεροι the younger [[sort]], men of [[military]] age, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> too [[young]], Od.:—c. gen., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων those who are too [[young]] to [[remember]] the events, Dem.<br /><b class="num">II.</b> of events, newer, [[later]], Pind.: metaph. [[later]], [[worse]], Soph.; νεώτερα [[alone]], Lat. gravius [[quid]], Hdt., [[attic]]; μῶν τι ν. ἀγγέλλεις; Plat.; νεώτερα βουλεύειν or ποιεῖν [[περί]] τινος Hdt., Thuc.<br /><b class="num">2.</b> of [[political]] changes, νεώτερόν τι, an [[innovation]], [[revolutionary]] [[movement]], Hdt., Xen.
}}
}}