Anonymous

κήδω: Difference between revisions

From LSJ
4 bytes removed ,  9 December 2022
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κήδω:''' παρατ. <i>ἔκηδον</i>, Ιων. [[κήδεσκον]]· μέλ. [[κηδήσω]] (από έναν τύπο [[κηδέω]]) — Μέσ. και Παθ., Επικ. παρατ. [[κηδέσκετο]]· μέλ. <i>κεκᾰδήσομαι</i> (αντί [[κεκαδήσω]], [[κέκαδον]], βλ. [[χάζω]] Β)· προστ. αορ. αʹ [[κήδεσαι]], παρακ. <i>κέκηδα</i> (με ενεστ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[ενεργώ]], [[ταράζω]], [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]], [[θλίβω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ., θλίβομαι ή στεναχωριέμαι για τους άλλους, με γεν. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν. πράγμ., [[τῶν]] ἀλφίτων, σε Αριστοφ.· απόλ., στη μτχ. <i>κηδόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ενδιαφέρεται για κάποιον, [[ανήσυχος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κήδω:''' παρατ. <i>ἔκηδον</i>, Ιων. [[κήδεσκον]]· μέλ. [[κηδήσω]] (από έναν τύπο [[κηδέω]]) — Μέσ. και Παθ., Επικ. παρατ. [[κηδέσκετο]]· μέλ. <i>κεκᾰδήσομαι</i> (αντί [[κεκαδήσω]], [[κέκαδον]], βλ. [[χάζω]] Β)· προστ. αορ. αʹ [[κήδεσαι]], παρακ. <i>κέκηδα</i> (με ενεστ. [[σημασία]])·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[ενεργώ]], [[ταράζω]], [[ενοχλώ]], [[δυσαρεστώ]], [[θλίβω]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ. και Παθ., θλίβομαι ή στεναχωριέμαι για τους άλλους, με γεν. προσ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν. πράγμ., τῶν ἀλφίτων, σε Αριστοφ.· απόλ., στη μτχ. <i>κηδόμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, αυτός που ενδιαφέρεται για κάποιον, [[ανήσυχος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{ls
{{ls