Anonymous

νεῦρον: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεῦρον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νεύρο]], [[τένοντας]]· στον πληθ., οι τένοντες των πελμάτων, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στον πληθ., τὰ [[νεῦρα]] τῆς τραγῳδίας, λέγεται για τις λυρικές ωδές, το [[νεύρο]], η [[ικμάδα]] τους, σε Αριστοφ.· τὰ [[νεῦρα]] [[τῶν]] πραγμάτων, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[χορδή]] ή [[σχοινί]] από έντερα ή [[νεύρα]], για να προσδένεται η [[αιχμή]] του βέλους στο [[καλάμι]] του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[χορδή]] σφεντόνας, σε Ξεν.
|lsmtext='''νεῦρον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[νεύρο]], [[τένοντας]]· στον πληθ., οι τένοντες των πελμάτων, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στον πληθ., τὰ [[νεῦρα]] τῆς τραγῳδίας, λέγεται για τις λυρικές ωδές, το [[νεύρο]], η [[ικμάδα]] τους, σε Αριστοφ.· τὰ [[νεῦρα]] τῶν πραγμάτων, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> [[χορδή]] ή [[σχοινί]] από έντερα ή [[νεύρα]], για να προσδένεται η [[αιχμή]] του βέλους στο [[καλάμι]] του τόξου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[χορδή]] σφεντόνας, σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj